indifferent

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈdɪfrənt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ɪnˈdɪfərənt, -ˈdɪfrənt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(in difər ənt, -difrənt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
indifferent adj (person: not caring) (χαρακτήρας)αδιάφορος, ασυγκίνητος, απαθής επίθ
 He seemed completely indifferent to our setbacks.
 Έμοιαζε εντελώς αδιάφορος για τις αποτυχίες μας.
indifferent adj (person: without bias)αμερόληπτος επίθ
 We need an indifferent observer to judge the matter.
 Χρειαζόμαστε έναν αμερόληπτο παρατηρητή για να κρίνει το θέμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'indifferent' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση indifferent στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «indifferent».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!