going-over

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌgəʊɪŋˈəʊvər/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(gōing ōvər)

Inflections of 'going-over' (n): npl: goings-over
  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
going-over n (inspection)εξέταση ουσ θηλ
  έλεγχος ουσ αρσ
going-over n (verbal attack)επίθεση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κράξιμο ουσ ουδ
going-over n (cleaning) (για να καθαρίσει)πέρασμα ουσ ουδ
going-over n (physical beating)ξυλοδαρμός ουσ αρσ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)ξύλο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'going-over' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση going-over στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «going-over».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!