giver

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈgɪvər/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
giver n (person who gives a gift)κάποιος που κάνει δώρο περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Eliza is a giver of truly original gifts.
giver n (generous or giving person)κάποιος που δίνει απλόχερα περίφρ
  (καθομιλουμένη)κουβαρντάς, κουβαρντού ουσ αρσ, ουσ θηλ
  ανοιχτοχέρης, ανοιχτοχέρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  απλοχέρης, απλοχέρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Judith is a true giver, but she should also make sure to take care of herself.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'giver' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση giver στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «giver».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!