• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: forging, forge

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forging n uncountable (metallurgy: forming of metal) (μετάλλου)σφυρηλάτηση ουσ θηλ
 Forging was traditionally done using a hammer and anvil.
forging n (metallurgy: forged work)σφυρήλατος επίθ ως ουσ
forging n uncountable (forming of [sth] through hard work) (μεταφορικά)σφυρηλάτηση ουσ θηλ
  σχηματισμός ουσ αρσ
  δημιουργία ουσ θηλ
 The forging of an emotional bond between mother and child can take time.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forging n (forgery)πλαστογραφία, πλαστογράφηση ουσ θηλ
 The forging of bank notes can incur a prison sentence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forge [sth] vtr (shape, create)σφυρηλατώ ρ μ
  (πιο απλά)φτιάχνω, κατασκευάζω ρ μ
 The blacksmith forged a horseshoe.
 Ο σιδηροτεχνίτης έφτιαξε ένα πέταλο.
forge [sth] vtr (counterfeit)πλαστογραφώ ρ μ
 Jack forged his mom's signature and got in trouble.
 Ο Τζακ πλαστογράφησε την υπογραφή της μητέρας του και έμπλεξε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
forge n (furnace for metal)κλίβανος ουσ αρσ
 The smith heated the iron in the forge.
forge n (smithy)σιδηρουργείο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)σιδεράδικο ουσ ουδ
 John got a job at the forge.
forge [sth] vtr figurative (shape)διαμορφώνω ρ μ
  φτιάχνω ρ μ
 Emily is forging a new future for herself.
forge [sth] vtr (create)διαμορφώνω ρ μ
  φτιάχνω ρ μ
  δημιουργώ ρ μ
 It is important to forge bonds with those around you.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
forge | forging
ΑγγλικάΕλληνικά
forge ahead,
forge on
vi phrasal
(do [sth] with determination)προχωρώ με αποφασιστικότητα έκφρ
  συνεχίζω δυναμικά ρ αμ + επίρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Jared forged ahead despite the bad weather.
forge ahead with [sth],
forge on with [sth]
vi phrasal + prep
(do with determination)συνεχίζω κτ αποφασιστικά ρ αμ + επίρ
  προχωράω με κτ ρ αμ + πρόθ
 Forge ahead with your life; don't let negativity get the better of you.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
forging | forge
ΑγγλικάΕλληνικά
upset forging n (metalworking technique) (μεταλλουργία)σύνθλιψη, συμπίεση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση forging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «forging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!