fitter

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfɪtər/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(fitər)

From fit (adj):
fitter
adj comparative
fittest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: fitter, fit

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fitter adj (in better physical shape)σε καλύτερη φόρμα περίφρ
 Frank is fitter than Jimmy; he can run a mile in six minutes.
fitter n (person who installs [sth])εφαρμοστής, εφαρμόστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The fitter came in to install the new bathtub.
fitter n (person who adjusts, alters clothes)ράφτης, ράφτρα ουσ αρσ
  μοδίστρα ουσ θηλ
 The fitter made several small adjustments to Luke's tuxedo.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fit [sb] vtr (clothing: be correct size for [sb])κάνω σε κπ ρ μ + πρόθ
  (ακριβώς σε μέγεθος)εφαρμόζω καλά περίφρ
 Does this shirt fit you, or is it too big?
 Σου κάνει αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο;
 Σου εφαρμόζει καλά αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο;
fit vi (clothing: be correct size)μου κάνει, μου χωράει περίφρ
  μου μπαίνει περίφρ
 My shoes don't fit any more.
 Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια.
fit vi (have correct dimensions)χωράω ρ αμ
 The part won't fit because it's the wrong size.
 Αυτό το κομμάτι δεν χωράει γιατί είναι λάθος μέγεθος.
fit in [sth],
fit into [sth]
vi + prep
(have correct dimensions)χωράω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 That table does not fit in the small room.
 Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.
fit adj ([sb]: in good shape)σε καλή φόρμα περίφρ
  (καθομιλουμένη)fit επίθ άκλ
 She goes to the gym every day and is very fit.
 Πηγαίνει στο γυμναστήριο κάθε μέρα και είναι σε καλή φόρμα.
fit for [sth] adj (competent) (για κάτι)κατάλληλος επίθ
  (ενίοτε ελαφρώς αποδοκιμαστικό)ικανός επίθ
  (καθομιλουμένη)κάνω ρ αμ
 He's not fit for the job.
 Δεν είναι κατάλληλος για τη δουλειά.
 Δεν είναι ικανός για τη δουλειά.
 Δεν κάνει για τη δουλειά.
fit to do [sth] adj (competent) (να κάνω κάτι)ικανός επίθ
  μπορώ ρ μ
 Amy wants to prove to her boss that she is fit to take on more responsibility.
 Η Έιμι θέλει να αποδείξει στο αφεντικό της ότι είναι ικανή να αναλάβει περισσότερες ευθύνες.
fit for [sb] adj + prep (suitable) (για κάποιον)κατάλληλος επίθ
  ταιριάζω ρ αμ
  (επίσημο)αρμόζω ρ αμ
 This meal is fit for a king.
 Το γεύμα είναι κατάλληλο για βασιλιάδες.
 Το γεύμα ταιριάζει σε βασιλιάδες.
fit for [sth] adj + prep (suitable) (για κάτι)κατάλληλος επίθ
  σωστός επίθ
  κάνω ρ αμ
 The meat is fit for use as animal food.
 Το κρέας είναι κατάλληλο για χρήση ως ζωοτροφή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fit adj (opportune)κατάλληλος επίθ
  σωστός επίθ
 This is no fit time to ask such questions.
fit adj UK, slang (attractive)ωραίος επίθ
 Keira is so fit; I'm going to ask her out.
fit for [sth] adj + prep (ready)έτοιμος επίθ
 These old boots are fit for the rubbish bin.
fit n (acute attack)κρίση ουσ θηλ
  παροξυσμός ουσ αρσ
  (ακούσιες κινήσεις)σπασμός ουσ αρσ
 He suffers from fits, periodically.
fit n (spell, onset)κρίση ουσ θηλ
  παροξυσμός ουσ αρσ
 She had a bad fit of coughing.
fit n (how well [sth] fits)εφαρμογή ουσ θηλ
 I don't like the fit of that dress.
 Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος.
fit n ([sth] that fits)ταιριάζω ρ μ
  (ως προς το μέγεθος)εφαρμόζω ρ μ
 That dress is a good fit.
fit n figurative (match)ταιριάζω ρ αμ
  είμαι κατάλληλος ρ έκφρ
  είμαι ταιριαστός ρ έκφρ
 He is a good fit with this organization.
fit vi (be proper)ταιριάζω ρ αμ
  είμαι κατάλληλος περίφρ
 When speaking to dignitaries, it's important that your manners fit.
fit with [sth] vi + prep (be proper) (με κάτι)ταιριάζω ρ αμ
  (για κάτι)είμαι κατάλληλος περίφρ
 Her elegant behaviour fit perfectly with the diplomatic corps.
fit [sth] vtr (be suitable)ταιριάζω ρ αμ
  είμαι κατάλληλος περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω ρ αμ
 Does this suitcase fit your needs?
fit [sth] vtr (adjust) (καθομιλουμένη)φτιάχνω ρ μ
 We'll fit your jacket as soon as the tailor is available.
fit [sb],
fit [sb] for [sth]
vtr
(prepare)προετοιμάζω κπ για κτ ρ μ
 Experience will fit you for the job.
fit [sth] vtr often passive (furnish)επιπλώνω ρ μ
 They're having their kitchen fitted.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
fit | fitter
ΑγγλικάΕλληνικά
fit in vi phrasal (belong)ταιριάζω ρ αμ
 With that attitude, he'll never fit in here.
 Με αυτήν τη συμπεριφορά δεν θα ταιριάξει ποτέ εδώ.
fit [sth/sb] in vtr phrasal sep (make room for)χωράω ρ μ
 I think we can fit one more in at this table.
 Νομίζω ότι μπορούμε να χωρέσουμε έναν ακόμα σε αυτό το τραπέζι.
fit in with [sb/sth] vi phrasal + prep (be easily assimilated)ταιριάζω με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 His lifestyle doesn't fit in with the group.
 Ο τρόπος ζωής του δεν ταιριάζει με την ομάδα.
fit into [sth] vtr phrasal insep figurative (be well-suited or assimilated)ταιριάζω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 When Quinn moved to a new town, she immediately fit into her new high school.
fit out [sth],
fit [sth] out
vtr phrasal sep
(equip)προμηθεύω, εφοδιάζω, εξοπλίζω ρ μ
 He fitted out the whole house with new furniture.
 Εξόπλισε όλο το σπίτι με καινούρια έπιπλα.
fit [sb] up vtr phrasal sep UK, slang (cause to be blamed for a crime) (καθομ, μτφ: σε κάποιον)τη στήνω έκφρ
  παγιδεύω ρ μ
 He was not guilty, the police fitted him up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fitter | fit
ΑγγλικάΕλληνικά
fitter and turner n (type of machinist)μηχανικός που κατασκευάζει και συναρμολογεί
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
fitter's mate n UK (mechanic's assistant)βοηθός μηχανικού ουσ αρσ/θηλ
kitchen fitter n ([sb] who installs kitchen furniture)τεχνίτης που εγκαθιστά τα έπιπλα κουζίνας
  (γενικά)τεχνίτης, μάστορας ουσ αρσ
 We've got all the materials for the new kitchen; we're just waiting for the kitchen fitter to come and install everything.
pipefitter,
pipe-fitter,
pipe fitter
n
([sb] who installs pipes)τεχνικός που εγκαθιστά σωληνώσεις περίφρ
  (για ύδρευση/αποχέτευση)υδραυλικός ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fitter' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fitter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fitter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!