fencing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfɛnsɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈfɛnsɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(fensing)

From the verb fence: (⇒ conjugate)
fencing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: fencing, fence

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fencing n (sport: combat with a long blade)ξιφασκία ουσ θηλ
 Kate was involved in fencing at her university.
 Η Κέιτ έκανε ξιφασκία στο πανεπιστήμιό της.
fencing n (barrier: length of fence)περίφραξη ουσ θηλ
  φράχτης, φράκτης ουσ αρσ
 Forty feet of fencing hid the front of the property from view.
 Σαράντα πόδια περίφραξης έκρυβαν το μπροστινό μέρος του κτήματος από τα βλέμματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fencing n (material for building fences)περίφραξη ουσ θηλ
  φράχτης, φράκτης ουσ αρσ
  (κατά λέξη)υλικά για περίφραξη περίφρ
  (κατά λέξη)υλικά για φράχτη, υλικά για φράκτη περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Ο αγγλικός όρος αναφέρεται στα υλικά και όχι την έτοιμη κατασκευή.
 Alison ordered some wooden fencing to enclose her garden.
fencing n figurative (selling stolen goods)κλεπταποδοχή ουσ θηλ
 A member of the mafia was arrested for fencing.
 Ένα μέλος της μαφίας συνελήφθη για κλεπταποδοχή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fence n (enclosure around property)φράχτης, φράκτης ουσ αρσ
  περίφραξη ουσ θηλ
 Josh built a fence around his garden.
 Ο Τζος έχτισε έναν φράχτη γύρω από τον κήπο του.
fence n (horse racing: obstacle) (ιππασία)φράχτης, φράκτης ουσ αρσ
  εμπόδιο ουσ ουδ
 The horse jumped the fence.
 Το άλογο πήδηξε τον φράχτη.
 Το άλογο πήδηξε το εμπόδιο.
fence vi (sport) (άθλημα)ξιφομαχώ ρ αμ
 Erin fenced at a national competition.
 Η Έριν ξιφομάχησε σε έναν εθνικό αγώνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fence n informal (person: deals in stolen items)κλεπταποδόχος ουσ αρσ/θηλ
  (κατά λέξη)έμπορος κλοπιμαίων φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The burglar took his loot to a fence.
fence vi figurative (argue)τσακώνομαι ρ αμ
  φιλονικώ ρ αμ
 The two professors had been fencing over the subject for years.
 Οι δυο καθηγητές τσακώνονταν επί χρόνια για αυτό το ζήτημα.
fence [sth] vtr (stolen property)πουλάω, πουλώ ρ μ
  (κατά λέξη)πουλάω κλοπιμαία περίφρ
 The pawn shop fenced stolen goods.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
fence | fencing
ΑγγλικάΕλληνικά
fence [sth] in vtr phrasal sep (animals: confine)κλείνω κτ κάπου ρ μ + επίρ
  περιορίζω ρ μ
fence [sth] in vtr phrasal sep (area: enclose)περιφράσσω ρ μ
  κλείνω με φράκτη περίφρ
 They fenced in the yard in the hope of keeping foxes away from their chickens.
fence [sb] in vtr phrasal sep figurative ([sb]: confine, restrict)περιορίζω ρ μ
fence [sth] off,
fence off [sth]
vtr phrasal sep
(partition with fence)περιφράζω, περιφράσσω ρ μ
  διαχωρίζω κτ με φράχτη περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fencing | fence
ΑγγλικάΕλληνικά
verbal fencing n (argument, repartee)λεκτική αναμέτρηση επίθ + ουσ θηλ
  διαμάχη, αντιπαράθεση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fencing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a fencing [match, tournament, competition], a fencing [coach, teacher, instructor], [thrusted, jabbed, swished] her fencing foil, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fencing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fencing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!