WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
fencing n | (sport: combat with a long blade) | ξιφασκία ουσ θηλ |
| Kate was involved in fencing at her university. |
| Η Κέιτ έκανε ξιφασκία στο πανεπιστήμιό της. |
fencing n | (barrier: length of fence) | περίφραξη ουσ θηλ |
| | φράχτης, φράκτης ουσ αρσ |
| Forty feet of fencing hid the front of the property from view. |
| Σαράντα πόδια περίφραξης έκρυβαν το μπροστινό μέρος του κτήματος από τα βλέμματα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
fencing n | (material for building fences) | περίφραξη ουσ θηλ |
| | φράχτης, φράκτης ουσ αρσ |
| (κατά λέξη) | υλικά για περίφραξη περίφρ |
| (κατά λέξη) | υλικά για φράχτη, υλικά για φράκτη περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Ο αγγλικός όρος αναφέρεται στα υλικά και όχι την έτοιμη κατασκευή. |
| Alison ordered some wooden fencing to enclose her garden. |
fencing n | figurative (selling stolen goods) | κλεπταποδοχή ουσ θηλ |
| A member of the mafia was arrested for fencing. |
| Ένα μέλος της μαφίας συνελήφθη για κλεπταποδοχή. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
fence n | (enclosure around property) | φράχτης, φράκτης ουσ αρσ |
| | περίφραξη ουσ θηλ |
| Josh built a fence around his garden. |
| Ο Τζος έχτισε έναν φράχτη γύρω από τον κήπο του. |
fence n | (horse racing: obstacle) (ιππασία) | φράχτης, φράκτης ουσ αρσ |
| | εμπόδιο ουσ ουδ |
| The horse jumped the fence. |
| Το άλογο πήδηξε τον φράχτη. |
| Το άλογο πήδηξε το εμπόδιο. |
fence⇒ vi | (sport) (άθλημα) | ξιφομαχώ ρ αμ |
| Erin fenced at a national competition. |
| Η Έριν ξιφομάχησε σε έναν εθνικό αγώνα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
fence n | informal (person: deals in stolen items) | κλεπταποδόχος ουσ αρσ/θηλ |
| (κατά λέξη) | έμπορος κλοπιμαίων φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| The burglar took his loot to a fence. |
fence vi | figurative (argue) | τσακώνομαι ρ αμ |
| | φιλονικώ ρ αμ |
| The two professors had been fencing over the subject for years. |
| Οι δυο καθηγητές τσακώνονταν επί χρόνια για αυτό το ζήτημα. |
fence [sth]⇒ vtr | (stolen property) | πουλάω, πουλώ ρ μ |
| (κατά λέξη) | πουλάω κλοπιμαία περίφρ |
| The pawn shop fenced stolen goods. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs fence | fencing |
fence [sth] in vtr phrasal sep | (animals: confine) | κλείνω κτ κάπου ρ μ + επίρ |
| | περιορίζω ρ μ |
fence [sth] in vtr phrasal sep | (area: enclose) | περιφράσσω ρ μ |
| | κλείνω με φράκτη περίφρ |
| They fenced in the yard in the hope of keeping foxes away from their chickens. |
fence [sb] in vtr phrasal sep | figurative ([sb]: confine, restrict) | περιορίζω ρ μ |
fence [sth] off, fence off [sth] vtr phrasal sep | (partition with fence) | περιφράζω, περιφράσσω ρ μ |
| | διαχωρίζω κτ με φράχτη περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: