fend off



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fend [sb] off vtr phrasal sep (defend yourself against [sb])αποκρούω ρ μ
  διώχνω ρ μ
  κρατάω κπ μακριά περίφρ
 The soldiers used hand grenades to fend off enemy troops.
 Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες για να αποκρούσουν τις εχθρικές δυνάμεις.
fend [sth] off vtr phrasal sep (defend yourself against [sth])αποκρούω ρ μ
  υπερασπίζομαι τον εαυτό μου απέναντι σε κτ περίφρ
 The politician fended off the interviewer's accusations of fraud.
fend [sth] off vtr phrasal sep (avoid [sth])αποτρέπω ρ μ
 The manufacturers hope to fend off stricter government regulation.
 Οι κατασκευαστές ελπίζουν να αποτρέψουν αυστηρότερους κυβερνητικούς κανονισμούς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fend off' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fend off στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fend off».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!