WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| expose [sth/sb] to [sth] vtr + prep | (physically: not protect) (κτ/κπ σε κτ) | εκθέτω ρ μ |
| | (εγώ ο ίδιος, σε κάτι) | εκτίθεμαι ρ αμ |
| | The employer provided protective equipment for his employees, as the work exposed them to harmful chemicals. |
| | Ο εργοδότης προμήθευσε τους εργαζόμενους με προστατευτικό εξοπλισμό καθώς η δουλειά τους εξέθετε σε βλαβερές χημικές ουσίες. |
| expose [sth]⇒ vtr | (body part: show) | αποκαλύπτω, δείχνω ρ μ |
| | | αφήνω κτ ακάλυπτο, αφήνω κτ έκθετο περίφρ |
| | (το ρούχο) | είμαι ανοιχτός σε κτ ρ έκφρ |
| | Janice's dress exposes her shoulders. |
| | Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της. |
| expose [sth] vtr | (camera film: to light) | εκθέτω ρ μ |
| | The photographer exposed the film for a long time to give it a washed out look. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πόση ώρα θα εκθέσουμε ένα φιλμ στο φως καθορίζει και το αποτέλεσμα της τελικής εικόνας. |
| expose [sth] to [sth] vtr + prep | (camera film: to light) (κάτι σε κάτι) | εκθέτω ρ μ |
| | Jim exposed the film to the light. |
| | Ο τζιμ εξέθεσε το φιλμ στο φως. |
| expose [sth] vtr | (secret: reveal) | αποκαλύπτω, φανερώνω ρ μ |
| | | εκθέτω ρ μ |
| | The whistle blower exposed her company's crimes. |
| | Η πληροφοριοδότης αποκάλυψε τα παραπτώματα της εταιρείας. |
| expose [sb] to [sth] vtr + prep | (to experiences) | εκθέτω κπ σε κτ ρ μ |
| | Tom wanted to expose his son to the real world. |
| | Ο Τομ ήθελε να εκθέσει τον γιο του στον πραγματικό κόσμο. |
| expose [sb] to [sth] vtr + prep | (to bad influences) (καποιον σε κάτι) | εκθέτω ρ μ |
| | Alison's friend exposed her to some bad habits. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| expose [sth] vtr | (computer: to virus) | αφήνω κτ εκτεθειμένο περίφρ |
| | Erin's virus software was out of date, which exposed her computer. |
| expose [sth] to [sth] vtr + prep | (computer: to virus) (σε κτ) | αφήνω κτ εκτεθειμένο περίφρ |
| | (στον κίνδυνο για ιό) | εκθέτω ρ μ |
| | By clicking on the pop-up ad, Fred exposed his computer to a trojan. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| exposé n | (truth revealing report) | άρθρο αποκάλυψη φρ ως ουσ θηλ |
| | | αποκαλυπτικό άρθρο επίθ + ουσ ουδ |
| | | άρθρο που αποκαλύπτει κτ φρ ως ουσ ουδ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: