scholar

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈskɒlər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈskɑlɚ/ ,USA pronunciation: respelling(skolər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scholar n (university: knowledgeable person)ακαδημαϊκός, πανεπιστημιακός ουσ αρσ/θηλ
  (όχι απαραίτητα σε παν/στημιο)λόγιος επίθ ως ουσ αρσ
 The conference was a great success and attended by scholars from many different universities.
 Το συνέδριο είχε μεγάλη επιτυχία και το παρακολούθησαν ακαδημαϊκοί (or: πανεπιστημιακοί) από πολλά διαφορετικά πανεπιστήμια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scholar n (person on scholarship)υπότροφος ουσ αρσ/θηλ
 Maggie isn't a fee-paying pupil; she's a scholar.
scholar n (person who studies)μαθητής, μαθήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (πανεπιστήμιο)φοιτητής, φοιτήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (σε άλλη σχολή)σπουδαστής, σπουδάστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The scholars were all bent studiously over their books.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
independent scholar n (researcher or student outside academia)ανεξάρτητος ερευνητής, ανεξάρτητος μελετητής επίθ + ουσ αρσ
scholar of authority n (master in an academic field) (σε γνωστικό αντικείμενο)ειδικός ακαδημαϊκός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'scholar' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [Shakespearean, physics, Civil War, Medieval] scholar, a scholar of [Freud, Newton], is a [visiting, resident, research] scholar (at), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scholar στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scholar».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!