envy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɛnvi/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɛnvi/ ,USA pronunciation: respelling(envē)

Inflections of 'envy' (n): npl: envies
Inflections of 'envy' (v): (⇒ conjugate)
envies
v 3rd person singular
envying
v pres p
envied
v past
envied
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
envy n (jealousy, resentment)ζήλια ουσ θηλ
  (συναίσθημα κακίας)φθόνος ουσ αρσ
 John's envy was due to his colleague getting the promotion he wanted for himself.
the envy of [sb] n ([sth] coveted)αυτό που όλοι ζηλεύουν περίφρ
  (μτφ: που το θέλουν όλοι)το αντικείμενο του πόθου φρ ως ουσ ουδ
 Carol's long blonde hair is the envy of all her friends.
 Όλες οι φίλες της Κάρολ ζηλεύουν τα μακριά ξανθά μαλλιά της.
envy [sb] vtr (be jealous)ζηλεύω ρ μ
  (συναίσθημα κακίας)φθονώ ρ μ
 Peter envies his neighbours; they always seem to have enough money to go on luxury holidays and buy sports cars.
 Ο Πήτερ ζηλεύει τους γείτονές του που πάντα φαίνεται να έχουν αρκετά χρήματα για να πηγαίνουν πολυτελείς διακοπές και ν' αγοράζουν σπορ αυτοκίνητα.
envy [sb] [sth] vtr (be covetous) (κτ κάποιου, κπ για κτ)ζηλεύω ρ μ
 I envy my grandchildren their energy and exuberance.
 Ζηλεύω την ενέργεια και τη ζωντάνια που έχουν τα εγγόνια μου.
envy [sth] vtr (covet)ζηλεύω ρ μ
 I envy your independent lifestyle.
 Ζηλεύω τον ανεξάρτητο τρόπο ζωής σου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
green with envy adj figurative (envious) (μεταφορικά)πρασινίζω από τη ζήλια μου έκφρ
  πράσινος από τη ζήλια μου έκφρ
 She was green with envy about his new car.
 Πρασίνισε από τη ζήλια της για το νέο του αυτοκίνητο.
green with envy adj figurative (envious) (μεταφορικά)που έχει σκάσει από τη ζήλια έκφρ
  πράσινος από τη ζήλια έκφρ
  που έχει πρασινίσει από τη ζήλια έκφρ
make [sb] green with envy v expr (cause to feel envious) (μεταφορικά)κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια έκφρ
 When I wore my new Prada shoes, I knew I could make Sally green with envy.
penis envy n (Freudian complex) (ψυχολογία)φθόνος του πέους φρ ως ουσ αρσ
 Freud believed that at least some of women's psychological problems were caused by penis envy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'envy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is the envy of [others, everyone, everybody, the whole class], is the envy of her [friends, coworkers, classmates], made him green with envy, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση envy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «envy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!