enclosed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈkləʊzd/

From the verb enclose: (⇒ conjugate)
enclosed is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: enclosed, enclose

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
enclosed adj (in envelope, box)εσώκλειστος επίθ
  που εσωκλείεται, που εμπεριέχεται περίφρ
 Henry opened the envelope and took out the enclosed documents.
 Ο Χένρι άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε τα έγγραφα που εσωκλείονταν.
enclosed adj (fenced or surrounded)περιφραγμένος μτχ πρκ
 The house comes with one hundred acres of enclosed land.
 Το σπίτι περιλαμβάνει τετρακόσια στρέμματα περιφραγμένης γης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
enclose [sth] vtr (surround)περικλείω ρ μ
  περιβάλλω ρ μ
 A high stone wall enclosed the garden.
enclose [sth/sb] in [sth] vtr + prep (contain, restrict)κλείνω κπ/κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  εσωκλείω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  περιβάλλω κτ/κπ με κτ ρ μ + πρόθ
 You can enclose the text in a box to make it stand out.
enclose [sth] vtr (include in envelope)εσωκλείω ρ μ
 I enclose my resume for your consideration.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
enclosed | enclose
ΑγγλικάΕλληνικά
enclosed space n (small, confined area)κλειστός, περιορισμένος χώρος ουσ αρσ
enclosed vessel n (closed or sealed receptacle)κλειστό δοχείο επίθ + ουσ ουδ
  σφραγισμένο δοχείο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'enclosed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a fully enclosed area, open and enclosed areas, an enclosed [area, garden, space, workspace, garden], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση enclosed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «enclosed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!