ego

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈiːgəʊ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈigoʊ/ ,USA pronunciation: respellinggō, egō)

Inflections of 'ego' (n): npl: egos
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ego n (psychology: the self) (ψυχολογία: ο εαυτός)εγώ ουσ ουδ
Σχόλιο: εγώ: αντωνυμία σε θέση ουσιαστικού
 Nearly all people react defensively when the ego is threatened.
ego n (self-importance)εγωισμός ουσ αρσ
  εγώ ουσ ουδ
Σχόλιο: εγώ: αντωνυμία σε θέση ουσιαστικού
 Her new husband just seems like all ego to me.
ego n (self-esteem)αυτοπεποίθηση ουσ θηλ
 The praise was a boost for my ego, and I feel better about the job now.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
alter ego n (other self, alias)δευτερεύουσα πλευρά προσωπικότητας ουσ θηλ
  άλλος εαυτός, δεύτερος εαυτός ουσ ουδ
 Clark Kent's alter ego is Superman.
ego trip n informal ([sth] done to satisfy yourself)εγωιστική πράξη επίθ + ουσ θηλ
  πράξη ικανοποίησης του εγώ φρ ως ουσ θηλ
massage [sth] vtr figurative (flatter: [sb]'s ego) (μεταφορικά)χαϊδεύω ρ μ
 Walter massaged his boss's ego so that he would get a promotion.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ego' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ego στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ego».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!