WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| early morning n | (just after dawn) | νωρίς το πρωί φρ ως επίρ |
| | | πρωί πρωί φρ ως επίρ |
| | (παλαιό) | πουρνό πουρνό φρ ως επίρ |
| | Early morning is the best time to watch birds, because they've just landed after migrating all night. |
| | Νωρίς το πρωί είναι η καλύτερη ώρα για την παρατήρηση πουλιών, γιατί έχουν μόλις προσγειωθεί από τη νυχτερινή τους αποδήμηση. |