WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
do without vi phrasal | (abstain) | τα καταφέρνω χωρίς κτ έκφρ |
| | τα βγάζω πέρα και έτσι έκφρ |
| We've run out of milk; you'll have to do without until I can get to the shops. |
do without [sth/sb] vtr phrasal insep | (endure not having) | αντέχω χωρίς κπ/κτ ρ αμ + πρόθ |
| | μπορώ χωρίς κπ/κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω χωρίς κπ/κτ ρ αμ + πρόθ |
| (αργκό) | την παλεύω χωρίς κπ/κτ έκφρ |
| James can't do without his morning coffee, so he has bought himself an espresso machine. |
| Ο Τζέιμς δεν αντέχει χωρίς πρωινό καφέ οπότε αγόρασε μια εσπρεσσιέρα. |
| Ο Τζέιμς δεν την παλεύει χωρίς πρωινό καφέ οπότε αγόρασε μια εσπρεσσιέρα. |