WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
get on with [sb] vtr phrasal insep informal (be friends) (καθομιλουμένη)τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με έκφρ
  έχω καλές σχέσεις με περίφρ
 If you can't get on with your boss, it might be better to quit.
 Αν δεν τα πηγαίνεις καλά με (or: Αν δεν τα πας καλά με) το αφεντικό σου, καλύτερα να παραιτηθείς.
 Αν δεν έχεις καλές σχέσεις με το αφεντικό σου, καλύτερα να παραιτηθείς.
get on with [sth] vtr phrasal insep (do without delay)συνεχίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)προχωράω με κτ ρ μ + πρόθ
 Don't watch TV. Just get on with your homework!
 Μη χαζεύεις τηλεόραση. Συνέχισε τα μαθήματά σου!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
get on with the job v expr informal (do [sth] without delay)συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά περίφρ
  κάνω τη δουλειά περίφρ
 You've got a lot of papers to file, so stop chatting and get on with the job.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση get on with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «get on with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!