WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| disabled adj | (person: with a disability) | ανάπηρος επίθ |
| | (επίσημο) | με αναπηρία περίφρ |
| | The government is working on improving access to public transport for disabled people. |
| | Η κυβέρνηση εργάζεται για τη βελτίωση της πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία στις δημόσιες μεταφορές. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| disabled adj | (computing: feature) | απενεργοποιημένος μτχ πρκ |
| | | ανενεργός επίθ |
| | I think the problem might be with a disabled extension. |
| | Νομίζω πως το πρόβλημα μπορεί να είναι μια απενεργοποιημένη επέκταση. |
| the disabled npl | dated (collectively: people with disabilities) | οι ανάπηροι άρθ ορ + ουσ αρσ πλ |
| | (επίσημο) | τα άτομα με αναπηρία φρ ως ουσ ουδ πλ |
| | Many of the people we once called 'the disabled' prefer to be referred to as 'people with disabilities'. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| disable [sb]⇒ vtr | (make disabled) | αφήνω κπ ανάπηρο περίφρ |
| | (σε κπ) | προκαλώ αναπηρία περίφρ |
| | George's accident disabled him and now he has to use a wheelchair. |
| | Το ατύχημα του Τζορτζ τον άφησε ανάπηρο και τώρα είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιεί αναπηρική καρέκλα. |
| disable [sth]⇒ vtr | (make not work) | απενεργοποιώ ρ μ |
| | The burglar disabled the alarm before breaking the window. |
| | Ο διαρρήκτης απενεργοποίησε τον συναγερμό πριν σπάσει το παράθυρο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: