WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| disability n | (physical) | αναπηρία ουσ θηλ |
| | (καθομ: άτομο με αναπηρία) | ειδικές ανάγκες φρ ως ουσ θηλ πλ |
| | Steve doesn't let his disability stop him doing what he wants; even though he's only got one leg, he still runs marathons. |
| | Ο Στηβ δεν αφήνει την αναπηρία του να τον σταματήσει απ' αυτό που θέλει να κάνει· ακόμα και με ένα πόδι, τρέχει σε μαραθώνιους. |
| disability n | (learning) | μαθησιακή δυσκολία φρ ως ουσ θηλ |
| | Fiona's disability means it's harder for her to learn than it is for other children. |
| | Η μαθησιακή δυσκολία της Φιόνα σημαίνει πως σε σχέση με άλλα παιδιά, είναι δυσκολότερο για εκείνη να μαθαίνει. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| disability n | ([sth] causing disadvantage) | μειονέκτημα ουσ θηλ |
| | Paul's lack of confidence is a disability in his chosen career of marketing. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: