diminished

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈmɪnɪʃt/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: diminished, diminish

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
diminished adj (made smaller)μειωμένος, εξασθενημένος μτχ πρκ
  που έχει ελαττωθεί, που έχει υποχωρήσει περίφρ
 The drugs will help, although you may still suffer some diminished symptoms.
diminished adj (reduced, lessened)αδυνατισμένος μτχ πρκ
  αδύναμος επίθ
 Becky was sad to see her once robust father become a diminished man as he aged.
diminished adj (music: type of chord)ελαττωμένος μτχ πρκ
  (ελαττωμένη συγχορδία)ντιμινουίτα ουσ θηλ
 The progression ends with a diminished chord.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
diminish vi (decrease)ελαττώνομαι, μειώνομαι ρ αμ
  λιγοστεύω ρ αμ
  (μεταφορικά, καθομ)πέφτω ρ αμ
  (μτφ: αέρας, βροχή κλπ)κόβω, κοπάζω ρ αμ
 The wind diminished and the sea grew calm.
 Ο αέρας έπεσε και η θάλασσα γαλήνεψε.
 Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε.
diminish [sth] vtr (lessen, make smaller)ελαττώνω, μειώνω ρ μ
  λιγοστεύω ρ μ
  (μεταφορικά: σχέση)σβήνω ρ μ
  χαλάω ρ μ
 Time will not diminish our friendship.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όσα χρόνια και αν περάσουν η αγάπη μου για σένα δεν θα μειωθεί.
 Ο χρόνος δεν θα σβήσει τη φιλία μας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
diminish [sb/sth] vtr (belittle)μειώνω ρ μ
  υποτιμώ, υποβαθμίζω ρ μ
 Don't diminish his efforts; he's doing his best.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'diminished' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση diminished στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «diminished».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!