dimensional



  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dimensional adj (having dimensions)διαστατός επίθ
 Aaron created a dimensional model of a house.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
2D,
2-D,
two-d
adj
abbreviation (film: monoscopic)δισδιάστατος επίθ
  (καθομιλουμένη)2D επίθ άκλ
3D,
3-D,
three-d
adj
abbreviation (film: stereoscopic)τρισδιάστατος επίθ
  (καθομιλουμένη)3D επίθ άκλ
one-dimensional adj (having one dimension)μονοδιάστατος επίθ
one-dimensional adj figurative (superficial) (μεταφορικά)μονοδιάστατος επίθ
three-dimensional adj (shape: solid)τρισδιάστατος επίθ
three-dimensional adj figurative (character: convincing)πειστικός επίθ
  ρεαλιστικός επίθ
two-dimensional adj (having height and width only)δισδιάστατος επίθ
  διδιάστατος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dimensional' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dimensional στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dimensional».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!