• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: decreased, decrease

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
decreased adj (reduced, diminished)μειωμένος μτχ πρκ
  ελαττωμένος μτχ πρκ
  μικρότερος επίθ
 Decreased energy can be a symptom of depression.
decreased adj (number: made fewer)μειωμένος μτχ πρκ
 Anemia is a condition where someone has a decreased number of red blood cells.
decreased adj (made less intense)μειωμένος μτχ πρκ
  αποδυναμωμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
decrease n (reduction)μείωση ουσ θηλ
 The government's decrease in spending caused hardship for some families.
 Η μείωση των δαπανών από την κυβέρνηση δημιούργησε δυσκολίες σε κάποιες οικογένειες.
decrease n (lower amount)μείωση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)πτώση ουσ θηλ
 These figures represent a decrease of 15%.
 Τα νούμερα αυτά απεικονίζουν μία πτώση (or: μείωση) της τάξης του 15%.
decrease vi (go down)μειώνομαι, ελαττώνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)πέφτω ρ αμ
 Water consumption needs to decrease if we are to avoid a drought.
 Η κατανάλωση νερού πρέπει να μειωθεί (or: ελαττωθεί) για να αποφύγουμε την ανομβρία.
decrease [sth] vtr (make less, fewer, lower)μειώνω, ελαττώνω ρ μ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)κόβω ρ μ
 The company decreased its training budget.
 Η εταιρεία μείωσε τον προϋπολογισμό της για την εκπαίδευση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
decrease | decreased
ΑγγλικάΕλληνικά
decrease in number v expr (become fewer)μειώνομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)λιγοστεύω ρ αμ
 The attacks have decreased in number and in intensity.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'decreased' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση decreased στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «decreased».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!