sculpture

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈskʌlptʃər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈskʌlptʃɚ/ ,USA pronunciation: respelling(skulpchər)

Inflections of 'sculpture' (v): (⇒ conjugate)
sculptures
v 3rd person singular
sculpturing
v pres p
sculptured
v past
sculptured
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sculpture n (art: three-dimensional work)γλυπτό επίθ ως ουσ ουδ
 The sculpture in front of the building is by Picasso.
 Το γλυπτό μπροστά από το κτίριο έχει είναι του Πικάσο.
sculpture n uncountable (three-dimensional art form)γλυπτική ουσ θηλ
 Barbara Hepworth was an important figure in 20th-century sculpture.
sculpture [sth] vtr (sculpt, carve)λαξεύω, σμιλεύω ρ μ
  (συνηθέστερα)φτιάχνω, δημιουργώ, κατασκευάζω ρ μ
 He was commissioned to sculpture a bust of the president.
 Του ανέθεσαν να λαξεύσει (or: σμιλεύσει) μια προτομή του προέδρου.
 Του ανέθεσαν να φτιάξει μια προτομή του προέδρου.
sculpture [sth] out of [sth],
sculpture [sth] from [sth]
vtr + prep
(sculpt, carve) (κάτι από κάτι)λαξεύω, σμιλεύω ρ μ
 He sculptured a foot out of marble.
 Λάξευσε (or: Σμίλευσε) ένα πόδι από μάρμαρο.
sculpture [sth] vtr often passive (shape, define well)λαξεύω, σμιλεύω ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)είμαι λαξεμένος, είμαι σμιλεμένς ρ έκφρ
 Steep valleys were sculptured between the high mountains.
 Βαθιές κοιλάδες ήταν λαξεμένες ανάμεσα στα ψηλά βουνά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sculpture vi (be a sculptor)είμαι γλύπτης ρ έκφρ
  ασχολούμαι με τη γλυπτική περίφρ
 He sculptured for ten years before turning to painting.
 Ήταν γλύπτης για δέκα χρόνια πριν στραφεί στη ζωγραφική.
 Ασχολήθηκε με τη γλυπτική για δέκα χρόνια πριν στραφεί στη ζωγραφική.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
ice sculpture n (artwork carved from ice)γλυπτό από πάγο περίφρ
 The swan ice sculpture began to melt when the temperature rose to 50 degrees.
life sculpture n (artwork: statue of a figure)άγαλμα ουσ ουδ
life sculpture n (art of sculpting statues)αγαλματοποιία ουσ θηλ
snow sculpture n ([sth] built out of snow)γλυπτό από χιόνι περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sculpture' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [bronze, marble, wood, stone, sand, water, waxwork] sculpture, sculpture a [statue, bust, monument], a sculpture in [bronze], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sculpture στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sculpture».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!