desired

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈzaɪərd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(di zīərd)

From the verb desire: (⇒ conjugate)
desired is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: desired, desire

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
desired adj (yearned for)πολυπόθητος επίθ
  επιθυμητός επίθ
desired adj (required)επιθυμητός επίθ
 Simmer the sauce until it reaches the desired consistency.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
desire n (a want)επιθυμία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)λαχτάρα, όρεξη ουσ θηλ
  (αργκό)κάψα ουσ θηλ
 He had no desire to visit Mexico.
 Δεν είχε καμία επιθυμία να επισκεφτεί το Μεξικό.
 Δεν είχε καμία λαχτάρα να επισκεφτεί το Μεξικό.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχε μεγάλη κάψα για χορό.
desire [sth] vtr (want)επιθυμώ, θέλω ρ μ
  ποθώ ρ μ
  λαχταράω, λαχταρώ ρ μ
 If you desire it enough, you can learn a new language.
 Αν το επιθυμείς πολύ, μπορείς να μάθεις μια νέα γλώσσα.
 Αν το λαχταράς πολύ, μπορείς να μάθεις μια νέα γλώσσα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
desire n (sexual want)πόθος ουσ αρσ
  (καθομ, χυδαίο)καύλα ουσ θηλ
 She could see the desire in her boyfriend's eyes.
desire n (object of desire)επιθυμία ουσ θηλ
  αντικείμενο πόθου φρ ως ουσ ουδ
 That trophy was their strongest desire.
desire [sb] vtr (feel sexual longing for)ποθώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)θέλω ρ μ
 He says he loves her, but really he desires her.
 Λέει πως τη αγαπάει, αλλά στην πραγματικότητα την ποθεί απλώς.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι η γυναίκα της ζωής μου και τη θέλω σαν τρελός.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
desired | desire
ΑγγλικάΕλληνικά
as desired adv (however and whenever one wishes)όπως επιθυμείτε περίφρ
  σύμφωνα με την επιθυμία σας περίφρ
  κατά βούληση περίφρ
  (καθομιλουμένη)όπως θέλεις, ότι θέλεις περίφρ
 The potatoes may be peeled or left unpeeled, as desired.
 The light can be turned on or off as desired.
desired effect n (intended result or impact)επιθυμητό αποτέλεσμα επίθ + ουσ ουδ
 Wearing a scary mask on Halloween got the desired effect: everyone was scared.
leave much to be desired,
leave a lot to be desired
v expr
(be inadequate) (κάτι λείπει)έχω πολλές ελλείψεις περίφρ
  (κάτι δεν είναι αρκετά καλό)έχω πολλές ατέλειες περίφρ
  (κάτω των προσδοκιών)είμαι απογοητευτικός, είμαι σκέτη απογοήτευση περίφρ
 Your table manners leave much to be desired.
 The house was cute on the outside, but inside left a lot to be desired.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'desired' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση desired στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «desired».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!