WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
desired adj | (yearned for) | πολυπόθητος επίθ |
| | επιθυμητός επίθ |
desired adj | (required) | επιθυμητός επίθ |
| Simmer the sauce until it reaches the desired consistency. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
desire n | (a want) | επιθυμία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | λαχτάρα, όρεξη ουσ θηλ |
| (αργκό) | κάψα ουσ θηλ |
| He had no desire to visit Mexico. |
| Δεν είχε καμία επιθυμία να επισκεφτεί το Μεξικό. |
| Δεν είχε καμία λαχτάρα να επισκεφτεί το Μεξικό. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχε μεγάλη κάψα για χορό. |
desire [sth]⇒ vtr | (want) | επιθυμώ, θέλω ρ μ |
| | ποθώ ρ μ |
| | λαχταράω, λαχταρώ ρ μ |
| If you desire it enough, you can learn a new language. |
| Αν το επιθυμείς πολύ, μπορείς να μάθεις μια νέα γλώσσα. |
| Αν το λαχταράς πολύ, μπορείς να μάθεις μια νέα γλώσσα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
desire n | (sexual want) | πόθος ουσ αρσ |
| (καθομ, χυδαίο) | καύλα ουσ θηλ |
| She could see the desire in her boyfriend's eyes. |
desire n | (object of desire) | επιθυμία ουσ θηλ |
| | αντικείμενο πόθου φρ ως ουσ ουδ |
| That trophy was their strongest desire. |
desire [sb]⇒ vtr | (feel sexual longing for) | ποθώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | θέλω ρ μ |
| He says he loves her, but really he desires her. |
| Λέει πως τη αγαπάει, αλλά στην πραγματικότητα την ποθεί απλώς. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι η γυναίκα της ζωής μου και τη θέλω σαν τρελός. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: