deserved

US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dɪˈzɝvd/ ,USA pronunciation: respelling(di zûrvd)

From the verb deserve: (⇒ conjugate)
deserved is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: deserved, deserve

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deserved,
-deserved
adj
(rightly earned)που μου αξίζει περίφρ
Σχόλιο: Often used in combination: e.g., richly-deserved
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deserve [sth] vtr (merit) (για κάτι καλό)δικαιούμαι ρ μ
  μου αξίζει αντων + ρ μ
  αξίζω ρ μ
 She deserves a pay rise. She has worked really hard.
 Δούλεψε πολύ σκληρά. Δικαιούται αύξηση.
 Δούλεψε πολύ σκληρά και της αξίζει μια αύξηση.
 Δούλεψε πολύ σκληρά και αξίζει μια αύξηση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deserve [sth] vtr (merit [sth] bad) (για κάτι κακό)αξίζω ρ μ
  μου αξίζει αντων + ρ μ
 He deserves to be yelled at for doing what he did!
deserve [sth/sb] vtr (be worthy of)αξίζω ρ μ
  είμαι αντάξιος του/της ρ έκφρ
 My daughter is a wonderful woman. Do you really think you deserve her?
 Η κόρη μου είναι μια καταπληκτική γυναίκα. Πραγματικά πιστεύεις πως σου αξίζει;
 Η κόρη μου είναι μια καταπληκτική γυναίκα. Πραγματικά πιστεύεις πως είσαι αντάξιός της;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
deserved | deserve
ΑγγλικάΕλληνικά
richly deserved,
richly-deserved
adj
(well merited)που μου αξίζει επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
Σχόλιο: επιθετικός προσδιορισμός, δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 His fame is richly deserved: he's a brilliant pianist.
well deserved,
well-deserved
adj
(highly merited, earned)που μου αξίζει, που το έχω κρδίσει με την αξία μου περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 After the long battle, the Vikings went home for some well-deserved mead.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'deserved' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση deserved στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «deserved».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!