debilitating

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈbɪlɪteɪtɪŋ/

From the verb debilitate: (⇒ conjugate)
debilitating is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: debilitating, debilitate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
debilitating adj (condition: that weakens [sb])που προκαλεί αναπηρία περίφρ
  που προκαλεί εξασθένηση περίφρ
  που καταβάλλει ιδιαίτερα περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Δίνονται ορισμένες εναλλακτικές, αλλά η απόδοση εξαρτάται από την εκάστοτε περίπτωση.
 Jeannie has a debilitating illness that prevents her from working outside the home.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
debilitate [sb] vtr (person: make weak)εξασθενώ, αποδυναμώνω ρ μ
 Helen's brush with the virus has debilitated her.
debilitate [sth] vtr (hamper, cripple)εξασθενώ, αποδυναμώνω ρ μ
  (μεταφορικά)παραλύω ρ μ
 The city was debilitated by the sudden snow storm.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'debilitating' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση debilitating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «debilitating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!