WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
stormy adj | (sky: threatening storms) (ουρανός) | που προμηνύει καταιγίδα, που προμηνύει θύελλα περίφρ |
| (μεταφορικά) | κατάμαυρος επίθ |
| I don't like the look of that stormy sky in the west. |
| Δε μου αρέσει η όψη αυτού του κατάμαυρου ουρανού στα δυτικά. |
stormy adj | (sea: tempestuous) (θάλασσα) | φουρτουνιασμένος μτχ πρκ |
| | τρικυμιώδης επίθ |
| They spent a week on stormy seas before crossing the Equator. |
| Πέρασαν μια βδομάδα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα προτού διασχίσουν τον Ισημερινό. |
stormy adj | figurative (relationship: turbulent) (μεταφορικά) | θυελλώδης, τρικυμιώδης επίθ |
| Their marriage was a stormy one from the very first day. |
| Ο γάμος τους ήταν θυελλώδης από την πρώτη κιόλας μέρα. |
stormy adj | figurative (debate: impassioned) (μεταφορικά: συζήτηση) | θυελλώδης, σφοδρός επίθ |
| The debate turned stormy when Jenkins called Smith a Nazi. |
| Η συζήτηση μετατράπηκε σε θυελλώδη λογομαχία όταν ο Τζένκινς αποκάλεσε τον Σμιθ Ναζί. |