Κύριες μεταφράσεις |
crossing n | (place to cross road) (σε δρόμο) | διάβαση ουσ θηλ |
| | πέρασμα ουσ ουδ |
| That sign marks a pedestrian crossing. |
| Εκείνο το σήμα δείχνει διάβαση πεζών. |
crossing n | (intersection) | διασταύρωση ουσ θηλ |
| Pay attention to the signal at the crossing. |
| Πρόσεχε τη σηματοδότηση στη διασταύρωση. |
crossing n | (journey across water) | ταξίδι ουσ ουδ |
| | διάπλους ουσ αρσ |
Σχόλιο: Η απόδοση «διάπλους» επιλέγεται όταν διευκρινίζεται τίνος ο διάπλους, πχ ο διάπλους του Ατλαντικού ωκεανού. |
| My grandfather came to New York by boat, and the crossing took three weeks. |
| Ο παππούς μου ήρθε στη Νέα Υόρκη με πλοίο και το ταξίδι διήρκεσε τρεις εβδομάδες. |
Κύριες μεταφράσεις |
cross [sth]⇒ vtr | (go across) | διασχίζω ρ μ |
| | περνάω ρ μ |
| He crossed the street when the traffic stopped. |
| Διέσχισε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία. |
| Πέρασε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία. |
cross [sth] vtr | (go over: a line, border) | περνάω, περνώ ρ μ |
| When overtaking, do not cross the solid white line in the centre of the road. |
cross [sth] vtr | (intersect, meet) (με κάτι) | διασταυρώνομαι ρ αμ |
| | συναντάω, συναντώ ρ μ |
| It is at the intersection where Addison Street crosses Sheridan Road. |
| Είναι στο σημείο όπου η οδός Άντισον διασταυρώνεται με την οδό Σέρινταν. |
| Είναι στη διασταύρωση όπου η οδός Άντισον συναντάει την οδό Σέρινταν. |
cross [sth] vtr | (overlay: lines, sticks) | σταυρώνω ρ μ |
| (επίσημο) | τέμνω ρ μ |
| Cross the vertical line with a horizontal one to write the letter "t". |
| Σταυρώστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια για να σχηματίσετε το γράμμα “t”. |
| Τμήστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια, για να σχηματίσετε το γράμμα “t”. |
cross [sth] vtr | (overlay: body parts) | σταυρώνω ρ μ |
| It's comfortable to cross your legs when you sit. |
| Είναι βολικό να σταυρώνεις τα πόδια σου όταν κάθεσαι. |
cross n | (x symbol) (σύμβολο) | χι ουσ ουδ άκλ |
| | σταυρός ουσ αρσ |
| The cross on the graph indicated the current number of residents. |
| Ο σταυρός στο διάγραμμα έδειχνε τον τωρινό αριθμό κατοίκων. |
cross n | (symbol of Christianity) | σταυρός ουσ αρσ |
| The church was filled with crosses. |
| Η εκκλησία ήταν γεμάτη σταυρούς. |
the Cross n | (cross Jesus died on) | o Σταυρός άρθ ορ + ουσ αρσ |
| Christians believe Jesus died on the Cross for our sins. |
cross n | (combination, mix) (συνδυασμός) | διασταύρωση ουσ θηλ |
| Their music is a cross of reggae with hip hop. |
| Η μουσική τους είναι διασταύρωση ρέγκε με χιπ χοπ. |
cross adj | mainly UK (angry, annoyed) | θυμωμένος μτχ πρκ |
| (καθομιλουμένη) | τσαντισμένος μτχ πρκ |
| (παλαιό) | φουρκισμένος μτχ πρκ |
| (αργκό) | παρμένος μτχ πρκ |
| You could tell from the look on the woman's face that she was cross. |
| Δεν περίμενε ο πρώην της να είναι τόσο θυμωμένος μαζί της. |
cross with [sb] adj + prep | mainly UK (angry, annoyed with) | θυμωμένος με κπ μτχ πρκ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | τσαντισμένος με κπ μτχ πρκ + πρόθ |
| (παλαιό) | φουρκισμένος με κπ μτχ πρκ + πρόθ |
| (αργκό) | παρμένος με κπ μτχ πρκ + πρόθ |
| She wasn't expecting her ex-boyfriend to be so cross with her. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
cross adj | (horizontal) | οριζόντιος επίθ |
| You need to jump over the cross bar. |
cross adj | (intersecting) | τεμνόμενος μτχ ενεστ |
| The cross beams support the roof. |
cross n | (religion: hand gesture across body) (κίνηση με το χέρι) | σταυρός ουσ αρσ |
| | ο σταυρός μου έκφρ |
| The priest said "Amen" and made the cross. |
cross n | (animal, plant: hybrid) | διασταύρωση ουσ θηλ |
| | υβρίδιο ουσ ουδ |
| A tangelo is a cross between a grapefruit and a tangerine. |
| Το τάνγκελο αποτελεί διασταύρωση γκρέιπ φρουτ με μανταρίνι. |
| Το τάνγκελο είναι υβρίδιο γκρέιπ φρουτ και μανταρινιού. |
cross n | (football, soccer: pass) | κάθετη πάσα φρ ως ουσ θηλ |
| The cross from the side of the field went right to the other player. |
cross n | (boxing: punch) | κροσέ ουσ ουδ άκλ |
| He hit his opponent with a strong right cross. |
cross n | figurative (suffering, burden) | μαρτύριο ουσ ουδ |
| | βάσανο ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | σταυρός ουσ αρσ |
| She still bore the cross of her failed relationship. |
| Ακόμα τη βαραίνει το μαρτύριο της αποτυχημένης σχέσης της. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι σταυρό κουβαλάει ο καημένος! Τίποτα δεν του πάει καλά στη ζωή του. |
cross⇒ vi | (intersect) | διασταυρώνομαι ρ αμ |
| The two streets cross five miles from here. |
cross vi | (pass each other) | συναντάω ρ μ |
| (με κάποιον) | συναντιέμαι ρ αμ |
| The two people greeted each other when they crossed. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα τον χαιρετάω όταν τον συναντάω στην αγορά. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα τον χαιρετάω όταν συναντιόμαστε στην αγορά. |
cross vi | (soccer: pass the ball) | κάνω κάθετη μπαλιά σε κπ έκφρ |
| The player crossed to the striker, who scored. |
cross [sth]⇒ vtr | (counter, frustrate) | συγκρούομαι ρ αμ |
| | έρχομαι σε σύγκρουση περίφρ |
| His plans crossed those of his enemy. |
cross [sth] vtr | UK (cheque: marked for deposit) (με γενική) | κάνω διγράμμιση περίφρ |
| It's best to cross the cheque because this prevents anyone else from cashing it. |
cross [sth], cross [sth] and [sth], cross [sth] with [sth]⇒ vtr | (hybridize) (κάτι με/και κάτι) | διασταυρώνω ρ μ |
| The biologist was trying to cross a rose and a lily. |
cross [sb]⇒ vtr | (make angry, oppose) (μτφ: αντιτίθεμαι) | προκαλώ ρ μ |
| | πάω κόντρα έκφρ |
| (προκαλώ θυμό) | εκνευρίζω ρ μ |
| | τσαντίζω ρ μ |
| Lucy has a bad temper, so don't cross her. |
cross [sth]⇒ vtr | (soccer: pass) | πασάρω ρ μ |
| The player crossed the ball to his teammate. |
Phrasal verbs cross | crossing |
cross [sth] off vtr phrasal sep | (mark as done) | διαγράφω ρ μ |
| | σβήνω ρ μ |
| Make a list of things to do and cross off each item once you have completed it. |
cross [sb] off vtr phrasal sep | informal (eliminate) | αποκλείω ρ μ |
| (μεταφορικά) | διαγράφω ρ μ |
| The interviewer crossed off the applicant with blue and purple hair. |
cross out [sth], cross [sth] out vtr phrasal sep | (put a line through) (με γραμμή) | διαγράφω ρ μ |
| (πιο περιγραφικά, πιο συγκεκριμένα) | τραβάω μια γραμμή σε κτ για να το διαγράψω περίφρ |
| With a pencil you can erase; with a pen you have to cross out your mistakes. |
| Cross out the wrong answers. |
| Διαγράψτε τις λανθασμένες απαντήσεις. |
| Με το μολύβι μπορείς να σβήσεις, με το στυλό πρέπει να τραβήξεις μια γραμμή για να διαγράψεις στα λάθη σου. |
cross over vi phrasal | (change loyalties) (μεταφορικά) | αλλάζω στρατόπεδο έκφρ |
| Woodford's disagreement with the government's immigration policy is the reason why he crossed over. |
| Η διαφωνία του Γούντφορντ με την κυβερνητική μεταναστευτική πολιτική είναι ο λόγος που τον οδήγησε στο να αλλάξει στρατόπεδο. |
cross over to [sth] vi phrasal + prep | (change loyalties) (μεταφορικά: με γενική) | περνάω στο στρατόπεδο έκφρ |
| The senator crossed over to the opposition. |
| Ο γερουσιαστής πέρασε στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης. |
cross over vi phrasal | (exchange genes) (γενετική) | διασταυρώνομαι ρ αμ |
| The genes cross over from one chromosome to another. |
| Τα γονίδια διασταυρώνονται από το ένα χρωμόσωμα στο άλλο. |
cross over vi phrasal | (defy genres) (μεταφορικά) | σπάω τα σύνορα έκφρ |
| (μεταφορικά) | διευρύνω τους ορίζοντες έκφρ |
| The young country singer dreams of making music that will cross over and be a hit on the R&B chart. |
| Ο νεαρός τραγουδιστής της κάντρι ονειρεύεται να κάνει μουσική που θα σπάει τα σύνορα και θα σημειώνει επιτυχία στα τσαρτ της R&B. |
cross over into [sth], cross over to [sth] vi phrasal + prep | (defy genres) (αλλάζω χώρο) | μεταπηδώ σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | επεκτείνομαι σε κτ, εξαπλώνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| Run DMC were one of the first rap acts to cross over into the rock charts. |
| Οι Run DMC ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα της ραπ που επεκτάθηκε και στα τσαρτ της ροκ. |
cross over to [sb/sth] vi phrasal + prep | (music, film: appeal diversely) | γνωρίζω απήχηση, έχω απήχηση περίφρ |
| | απηχώ ρ αμ |
| The film has enough appeal to cross over to a wider audience. |
| Η ταινία είναι αρκετά καλή για να έχει απήχηση σε ευρύτερο κοινό. |