crossing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkrɒsɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkrɔsɪŋ, ˈkrɑsɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(krôsing, krosing)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: crossing, cross

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crossing n (place to cross road) (σε δρόμο)διάβαση ουσ θηλ
  πέρασμα ουσ ουδ
 That sign marks a pedestrian crossing.
 Εκείνο το σήμα δείχνει διάβαση πεζών.
crossing n (intersection)διασταύρωση ουσ θηλ
 Pay attention to the signal at the crossing.
 Πρόσεχε τη σηματοδότηση στη διασταύρωση.
crossing n (journey across water)ταξίδι ουσ ουδ
  διάπλους ουσ αρσ
Σχόλιο: Η απόδοση «διάπλους» επιλέγεται όταν διευκρινίζεται τίνος ο διάπλους, πχ ο διάπλους του Ατλαντικού ωκεανού.
 My grandfather came to New York by boat, and the crossing took three weeks.
 Ο παππούς μου ήρθε στη Νέα Υόρκη με πλοίο και το ταξίδι διήρκεσε τρεις εβδομάδες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cross [sth] vtr (go across)διασχίζω ρ μ
  περνάω ρ μ
 He crossed the street when the traffic stopped.
 Διέσχισε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία.
 Πέρασε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία.
cross [sth] vtr (go over: a line, border)περνάω, περνώ ρ μ
 When overtaking, do not cross the solid white line in the centre of the road.
cross [sth] vtr (intersect, meet) (με κάτι)διασταυρώνομαι ρ αμ
  συναντάω, συναντώ ρ μ
 It is at the intersection where Addison Street crosses Sheridan Road.
 Είναι στο σημείο όπου η οδός Άντισον διασταυρώνεται με την οδό Σέρινταν.
 Είναι στη διασταύρωση όπου η οδός Άντισον συναντάει την οδό Σέρινταν.
cross [sth] vtr (overlay: lines, sticks)σταυρώνω ρ μ
  (επίσημο)τέμνω ρ μ
 Cross the vertical line with a horizontal one to write the letter "t".
 Σταυρώστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια για να σχηματίσετε το γράμμα “t”.
 Τμήστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια, για να σχηματίσετε το γράμμα “t”.
cross [sth] vtr (overlay: body parts)σταυρώνω ρ μ
 It's comfortable to cross your legs when you sit.
 Είναι βολικό να σταυρώνεις τα πόδια σου όταν κάθεσαι.
cross n (x symbol) (σύμβολο)χι ουσ ουδ άκλ
  σταυρός ουσ αρσ
 The cross on the graph indicated the current number of residents.
 Ο σταυρός στο διάγραμμα έδειχνε τον τωρινό αριθμό κατοίκων.
cross n (symbol of Christianity)σταυρός ουσ αρσ
 The church was filled with crosses.
 Η εκκλησία ήταν γεμάτη σταυρούς.
the Cross n (cross Jesus died on)o Σταυρός άρθ ορ + ουσ αρσ
 Christians believe Jesus died on the Cross for our sins.
cross n (combination, mix) (συνδυασμός)διασταύρωση ουσ θηλ
 Their music is a cross of reggae with hip hop.
 Η μουσική τους είναι διασταύρωση ρέγκε με χιπ χοπ.
cross adj mainly UK (angry, annoyed)θυμωμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)τσαντισμένος μτχ πρκ
  (παλαιό)φουρκισμένος μτχ πρκ
  (αργκό)παρμένος μτχ πρκ
 You could tell from the look on the woman's face that she was cross.
 Δεν περίμενε ο πρώην της να είναι τόσο θυμωμένος μαζί της.
cross with [sb] adj + prep mainly UK (angry, annoyed with)θυμωμένος με κπ μτχ πρκ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)τσαντισμένος με κπ μτχ πρκ + πρόθ
  (παλαιό)φουρκισμένος με κπ μτχ πρκ + πρόθ
  (αργκό)παρμένος με κπ μτχ πρκ + πρόθ
 She wasn't expecting her ex-boyfriend to be so cross with her.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cross adj (horizontal)οριζόντιος επίθ
 You need to jump over the cross bar.
cross adj (intersecting)τεμνόμενος μτχ ενεστ
 The cross beams support the roof.
cross n (religion: hand gesture across body) (κίνηση με το χέρι)σταυρός ουσ αρσ
  ο σταυρός μου έκφρ
 The priest said "Amen" and made the cross.
cross n (animal, plant: hybrid)διασταύρωση ουσ θηλ
  υβρίδιο ουσ ουδ
 A tangelo is a cross between a grapefruit and a tangerine.
 Το τάνγκελο αποτελεί διασταύρωση γκρέιπ φρουτ με μανταρίνι.
 Το τάνγκελο είναι υβρίδιο γκρέιπ φρουτ και μανταρινιού.
cross n (football, soccer: pass)κάθετη πάσα φρ ως ουσ θηλ
 The cross from the side of the field went right to the other player.
cross n (boxing: punch)κροσέ ουσ ουδ άκλ
 He hit his opponent with a strong right cross.
cross n figurative (suffering, burden)μαρτύριο ουσ ουδ
  βάσανο ουσ ουδ
  (μεταφορικά)σταυρός ουσ αρσ
 She still bore the cross of her failed relationship.
 Ακόμα τη βαραίνει το μαρτύριο της αποτυχημένης σχέσης της.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι σταυρό κουβαλάει ο καημένος! Τίποτα δεν του πάει καλά στη ζωή του.
cross vi (intersect)διασταυρώνομαι ρ αμ
 The two streets cross five miles from here.
cross vi (pass each other)συναντάω ρ μ
  (με κάποιον)συναντιέμαι ρ αμ
 The two people greeted each other when they crossed.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα τον χαιρετάω όταν τον συναντάω στην αγορά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα τον χαιρετάω όταν συναντιόμαστε στην αγορά.
cross vi (soccer: pass the ball)κάνω κάθετη μπαλιά σε κπ έκφρ
 The player crossed to the striker, who scored.
cross [sth] vtr (counter, frustrate)συγκρούομαι ρ αμ
  έρχομαι σε σύγκρουση περίφρ
 His plans crossed those of his enemy.
cross [sth] vtr UK (cheque: marked for deposit) (με γενική)κάνω διγράμμιση περίφρ
 It's best to cross the cheque because this prevents anyone else from cashing it.
cross [sth],
cross [sth] and [sth],
cross [sth] with [sth]
vtr
(hybridize) (κάτι με/και κάτι)διασταυρώνω ρ μ
 The biologist was trying to cross a rose and a lily.
cross [sb] vtr (make angry, oppose) (μτφ: αντιτίθεμαι)προκαλώ ρ μ
  πάω κόντρα έκφρ
  (προκαλώ θυμό)εκνευρίζω ρ μ
  τσαντίζω ρ μ
 Lucy has a bad temper, so don't cross her.
cross [sth] vtr (soccer: pass)πασάρω ρ μ
 The player crossed the ball to his teammate.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
cross | crossing
ΑγγλικάΕλληνικά
cross [sth] off vtr phrasal sep (mark as done)διαγράφω ρ μ
  σβήνω ρ μ
 Make a list of things to do and cross off each item once you have completed it.
cross [sb] off vtr phrasal sep informal (eliminate)αποκλείω ρ μ
  (μεταφορικά)διαγράφω ρ μ
 The interviewer crossed off the applicant with blue and purple hair.
cross out [sth],
cross [sth] out
vtr phrasal sep
(put a line through) (με γραμμή)διαγράφω ρ μ
  (πιο περιγραφικά, πιο συγκεκριμένα)τραβάω μια γραμμή σε κτ για να το διαγράψω περίφρ
 With a pencil you can erase; with a pen you have to cross out your mistakes.
 Cross out the wrong answers.
 Διαγράψτε τις λανθασμένες απαντήσεις.
 Με το μολύβι μπορείς να σβήσεις, με το στυλό πρέπει να τραβήξεις μια γραμμή για να διαγράψεις στα λάθη σου.
cross over vi phrasal (change loyalties) (μεταφορικά)αλλάζω στρατόπεδο έκφρ
 Woodford's disagreement with the government's immigration policy is the reason why he crossed over.
 Η διαφωνία του Γούντφορντ με την κυβερνητική μεταναστευτική πολιτική είναι ο λόγος που τον οδήγησε στο να αλλάξει στρατόπεδο.
cross over to [sth] vi phrasal + prep (change loyalties) (μεταφορικά: με γενική)περνάω στο στρατόπεδο έκφρ
 The senator crossed over to the opposition.
 Ο γερουσιαστής πέρασε στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης.
cross over vi phrasal (exchange genes) (γενετική)διασταυρώνομαι ρ αμ
 The genes cross over from one chromosome to another.
 Τα γονίδια διασταυρώνονται από το ένα χρωμόσωμα στο άλλο.
cross over vi phrasal (defy genres) (μεταφορικά)σπάω τα σύνορα έκφρ
  (μεταφορικά)διευρύνω τους ορίζοντες έκφρ
 The young country singer dreams of making music that will cross over and be a hit on the R&B chart.
 Ο νεαρός τραγουδιστής της κάντρι ονειρεύεται να κάνει μουσική που θα σπάει τα σύνορα και θα σημειώνει επιτυχία στα τσαρτ της R&B.
cross over into [sth],
cross over to [sth]
vi phrasal + prep
(defy genres) (αλλάζω χώρο)μεταπηδώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
  επεκτείνομαι σε κτ, εξαπλώνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Run DMC were one of the first rap acts to cross over into the rock charts.
 Οι Run DMC ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα της ραπ που επεκτάθηκε και στα τσαρτ της ροκ.
cross over to [sb/sth] vi phrasal + prep (music, film: appeal diversely)γνωρίζω απήχηση, έχω απήχηση περίφρ
  απηχώ ρ αμ
 The film has enough appeal to cross over to a wider audience.
 Η ταινία είναι αρκετά καλή για να έχει απήχηση σε ευρύτερο κοινό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
crossing | cross
ΑγγλικάΕλληνικά
border crossing n (passage between countries)σύνορα ουσ ουδ πλ
 We sat at the border crossing for hours because inspectors were on strike.
 John had problems at the border crossing because he left his passport at the hotel.
crossing guard (US),
lollipop lady,
lollipop man (UK)
n
(for crossing a road)σχολικός τροχονόμος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
 The crossing guard at this intersection is very friendly; he kids around with the children and chats with the adult pedestrians.
crossing over (genetics) (χρωμοσωμάτων)επιχιασμός ουσ αρσ
crossing-out,
plural: crossings-out
n
(line through an error, etc.) (με μολυβιά)διαγραφή ουσ θηλ
humped crossing n (place to cross road)σαμαράκι ουσ ουδ
 The humped crossing ensures that cars slow down as they approach the junction.
level crossing n UK (railroad intersection) (επίσημο)ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση φρ ως ουσ θηλ
  ισόπεδη διάβαση επίθ + ουσ θηλ
pedestrian crossing n (place to cross road)διάβαση πεζών ουσ θηλ
 Children are told to cross the road at a pedestrian crossing.
 Στα παιδιά υποδεικνύεται να διασχίζουν το δρόμο από τις διαβάσεις πεζών.
pelican crossing n UK (place to cross road)διάβαση «Πελεκάνου» φρ ως ουσ θηλ
  (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)διάβαση με κουμπί για τους πεζούς περίφρ
railroad crossing n US (place for vehicles to cross train tracks) (σιδηρόδρομος)ισόπεδη διάβαση επίθ + ουσ θηλ
river crossing n (place to cross a stream) (σημείο για διάβαση)πέρασμα ποταμού περίφρ
zebra crossing n UK (place to cross road)διάβαση πεζών ουσ θηλ
 You should have crossed at the zebra crossing rather than here.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crossing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the grade-crossing [signals, barriers, traffic light], a [street, train, railway, school, road, pedestrian] crossing, a [busy, crowded] crossing, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crossing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crossing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!