crease

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkriːs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kris/ ,USA pronunciation: respelling(krēs)

Inflections of 'crease' (v): (⇒ conjugate)
creases
v 3rd person singular
creasing
v pres p
creased
v past
creased
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crease n (fold line: paper, fabric)τσάκιση ουσ θηλ
 Tear the paper along the crease.
 Σχίσε το χαρτί κατά μήκος της τσάκισης.
crease n (wrinkle on face)ρυτίδα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)γραμμή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ζάρα ουσ θηλ
 Age had left deep creases in her face.
 Ο χρόνος είχε αφήσει βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό της.
crease n (line ironed in clothing)τσάκιση ουσ θηλ
 He was proud of the sharp creases in his trousers.
 Ήταν υπερήφανος για τις έντονες τσακίσεις στο παντελόνι του.
crease n (cricket: pitch marking) (κρίκετ)πτυχή ουσ θηλ
 The player approached the crease and prepared to bat.
crease [sth] vtr (fold, wrinkle) (απρόσεχτα)τσαλακώνω ρ μ
  (με προσοχή)διπλώνω ρ μ
 Don't crease the photograph; hold it flat.
 Μην τσαλακώσεις τη φωτογραφία. Κράτα την ίσια.
crease vi (become wrinkled)ρυτιδώνομαι, ρυτιδιάζω ρ αμ
  (ανεπίσημο)σουρώνω ρ αμ
  (μεταφορικά)σπάω, σπάζω ρ αμ
 Terry's face creased with worry.
 Το πρόσωπο της Τέρυ ρυτίδιασε από την αγωνία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crease n (area of ice hockey pitch)μη διαθέσιμη μετάφραση
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
crease up vi UK, informal (laugh)γελάω, γελώ ρ αμ
crease [sb] up vtr UK, informal (make [sb] laugh)κάνω κπ να γελάσει έκφρ
  κάνω κπ να ξεσπάσει σε γέλια έκφρ
crease-resistant adj (fabric: resistant to wrinkling)ατσαλάκωτος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crease' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: fold to give a [sharp, marked] crease, [tear, fold] at the crease, The [shirt, blouse, suit] has creases., περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crease στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crease».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!