crawl

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkrɔːl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/krɔl/ ,USA pronunciation: respelling(krôl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crawl vi (insect: creep)περπατάω ρ αμ
  προχωράω ρ αμ
  κινούμαι ρ αμ
 Betty watched the spider crawling on the wall.
crawl vi (move on all fours)έρπω ρ αμ
  σέρνομαι ρ αμ
  (μωρό)μπουσουλάω, μπουσουλώ ρ αμ
 The baby crawled across the floor.
 Το μωρό μπουσούλησε στο πάτωμα.
crawl vi figurative (time: go slowly)κυλάω αργά, περνάω αργά ρ αμ + επίρ
 While I was at school, time seemed to crawl.
 Όσο ήμουν στο σχολείο ο χρόνος έμοιαζε να κυλάει αργά.
crawl vi figurative (vehicle: move slowly) (λόγω κίνησης)πάω σημειωτόν, πηγαίνω σημειωτόν, κινούμαι σημειωτόν περίφρ
  (καθομιλουμένη)πάω πρώτη νεκρό έκφρ
  (για οποιοδήποτε λόγο)κινούμε πολύ αργά έκφρ
 The traffic is crawling; I'm going to be very late to work.
 The old car crawled along, smoke billowing from its engine.
 Πάω πρώτη νεκρό στην κίνηση, θα αργήσω πολύ στη δουλειά μου.
 Το παλιό αμάξι προχωρούσε πολύ αργά με ένα σύννεφο καπνού να βγαίνει απ' τη μηχανή του.
crawl n figurative (slow pace) (καθομιλουμένη)σύρσιμο ουσ ουδ
 At rush hour, traffic slows to a crawl.
crawl,
front crawl,
Australian crawl
n
(swimming stroke) (στυλ κολύμβησης)ελεύθερο επίθ ως ουσ ουδ
  κρόουλ ουσ ουδ άκλ
 The swimming coach helped John improve his crawl.
 Ο προπονητής κολύμβησης βοήθησε τον Τζον να βελτιωθεί στο ελεύθερο (or: κρόουλ).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
crawl into [sth] vtr phrasal insep (creep inside)μπαίνω σε κτ ρ αμ + αμ
  (καθομιλουμένη)χώνομαι σε κτ ρ αμ + επίρ
  τρυπώνω σε κτ ρ αμ + επίρ
 He crawled into bed as quietly as possible so as not to wake his wife.
crawl out of [sth] vi phrasal + prep (creep outside)βγαίνω έρποντας ρ αμ + μτχ ενεστ
  σέρνομαι έξω από κτ έκφρ
 She crawled out of her sleeping bag to see if it was a bear making all the noise outside her tent.
 Βγήκε έρποντας από τον υπνόσακό της για να δει αν ήταν αρκούδα που έκανε όλο τον θόρυβο έξω από τη σκηνή της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
pub crawl,
also US: bar crawl
n
informal (barhop: visit to a series of bars) (αργκό)μπαρότσαρκα ουσ θηλ
Σχόλιο: Although 'bar crawl' is possible in US English, 'pub crawl' is the expected term.
 To celebrate Evan's birthday, his mates took him on a pub crawl.
 Για να γιορτάσουν τα γενέθλιά του, οι φίλοι του Ιβάν τον πήγαν για μπαρότσαρκα.
come out of the woodwork,
crawl out of the woodwork
v expr
figurative, disapproving (appear suddenly)εμφανίζομαι από το πουθενά έκφρ
crawl space n (low-ceilinged basement, tunnel)στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ.
  (γενικά)ανθρωποθυρίδα ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
make [sb]'s skin crawl v expr (disgust, unnerve [sb])προκαλώ αηδία σε κπ περίφρ
  προκαλώ αποστροφή σε κπ περίφρ
  (μεταφορικά)κάνω κπ να του σηκωθεί η τρίχα έκφρ
 Something about that man makes my skin crawl.
swim the crawl,
do the crawl
v expr
(do overarm swimming stroke)κάνω ελεύθερο κολύμπι ρ μ
 During a freestyle swimming race most swimmers choose to swim the crawl.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crawl' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [long, arduous, lengthy] crawl (back to), [began, started] the crawl back to , was [swimming, doing] the [front, back] crawl, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crawl στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crawl».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!