convincing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈvɪnsɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kənˈvɪnsɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(kən vinsing)

From the verb convince: (⇒ conjugate)
convincing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: convincing, convince

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
convincing n (act of persuading [sb](να πείσω κπ)προσπάθεια ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Στο λόγο και ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να αναφερθούμε σε προσπάθεια, επιμονή, πείσμα, κ.ά.
 He took a lot of convincing, didn't he?
 Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να πειστεί, ε;
convincing adj (believable)πειστικός επίθ
  αληθοφανής επίθ
 She gave a convincing account of the harm the law would do.
 Έδωσε μια πειστική περιγραφή για το κακό που θα έκανε ο νόμος.
convincing adj (realistic-looking)πειστικός επίθ
  αληθοφανής επίθ
 It's a very convincing sculpture of the archbishop.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
convince [sb],
convince [sb] of [sth]
vtr
(persuade) (κάποιον (για κάτι))πείθω ρ μ
 He had finally convinced his customers of the advantages of his product.
 Επιτέλους είχε πείσει τους πελάτες του για τα πλεονεκτήματα του προϊόντος του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
convince [sb] [sth],
convince [sb] that [sth]
vtr
(make [sb] believe [sth])πείθω κπ ότι/πως ρ μ
 The jury had been sceptical, but the evidence convinced them the defendant was not guilty.
 Reading the manifesto convinced me that this was the party I wanted to vote for.
 Οι ένορκοι είχαν αμφιβολίες, αλλά οι αποδείξεις τους έπεισαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. // Η ανάγνωση της διακήρυξης με έπεισε ότι αυτό είναι το κόμμα που θέλω να ψηφίσω.
convince [sb] to do [sth] vtr (influence to act) (κάποιον να κάνει κάτι)πείθω ρ μ
 A letter from his mother convinced him to come home after years abroad.
 Ένα γράμμα από τη μητέρα του τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ύστερα από χρόνια στο εξωτερικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'convincing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση convincing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «convincing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!