WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
convincing n | (act of persuading [sb]) (να πείσω κπ) | προσπάθεια ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Στο λόγο και ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να αναφερθούμε σε προσπάθεια, επιμονή, πείσμα, κ.ά. |
| He took a lot of convincing, didn't he? |
| Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να πειστεί, ε; |
convincing adj | (believable) | πειστικός επίθ |
| | αληθοφανής επίθ |
| She gave a convincing account of the harm the law would do. |
| Έδωσε μια πειστική περιγραφή για το κακό που θα έκανε ο νόμος. |
convincing adj | (realistic-looking) | πειστικός επίθ |
| | αληθοφανής επίθ |
| It's a very convincing sculpture of the archbishop. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
convince [sb], convince [sb] of [sth]⇒ vtr | (persuade) (κάποιον (για κάτι)) | πείθω ρ μ |
| He had finally convinced his customers of the advantages of his product. |
| Επιτέλους είχε πείσει τους πελάτες του για τα πλεονεκτήματα του προϊόντος του. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
convince [sb] [sth], convince [sb] that [sth]⇒ vtr | (make [sb] believe [sth]) | πείθω κπ ότι/πως ρ μ |
| The jury had been sceptical, but the evidence convinced them the defendant was not guilty. |
| Reading the manifesto convinced me that this was the party I wanted to vote for. |
| Οι ένορκοι είχαν αμφιβολίες, αλλά οι αποδείξεις τους έπεισαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. // Η ανάγνωση της διακήρυξης με έπεισε ότι αυτό είναι το κόμμα που θέλω να ψηφίσω. |
convince [sb] to do [sth]⇒ vtr | (influence to act) (κάποιον να κάνει κάτι) | πείθω ρ μ |
| A letter from his mother convinced him to come home after years abroad. |
| Ένα γράμμα από τη μητέρα του τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ύστερα από χρόνια στο εξωτερικό. |