|
|
Ο όρος 'conservative' παραπέμπει στον όρο 'con'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'conservative' is cross-referenced with 'con'. It is in one or more of the lines below. WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| conservative adj | (estimate: modest, low) (μεταφορικά) | συντηρητικός επίθ |
| | A conservative estimate of the value of this painting is $100,000. |
| | Ένας συντηρητικός υπολογισμός της αξίας αυτού του πίνακα είναι 100.000 δολάρια. |
| conservative adj | (resistant to change) | συντηρητικός επίθ |
| | My parents are becoming more conservative as they get older. |
| Conservative adj | (of the political right) | των Συντηρητικών περίφρ |
| | | συντηρητικός επίθ |
| | Conservative views seem to be becoming more extreme. |
| | Οι απόψεις των Συντηρητικών φαίνεται να γίνονται πιο ακραίες. |
| Conservative n | ([sb] of the political right) | Συντηρητικός ουσ αρσ κύρ |
| | Peter is a Conservative and a supporter of capitalism. |
| | Ο Πήτερ είναι Συντηρητικός και υπέρμαχος του καπιταλισμού. |
| Conservatives npl | UK, colloquial (British right-wing political party) | οι Συντηρητικοί άρθ ορ + ουσ αρσ κύρ |
| | The Conservatives were in government from 1979 to 1997. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| conservative adj | (investment: avoiding risk) | συντηρητικός επίθ |
| | Colin prefers to make conservative investments, so as not to risk his capital. |
| conservative adj | (morally) | συντηρητικός επίθ |
| | Andrea was pretty, but she always wore conservative clothing. |
| conservative adj | (medical treatment) (θεραπεία, αντιμετώπιση) | συντηρητικός επίθ |
| | Right now, the doctors are being conservative with Dan's cancer treatment. |
| | Αυτή την περίοδο οι γιατροί εφαρμόζουν συντηρητική θεραπεία για τον καρκίνο του Νταν. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| con [sb]⇒ vtr | informal (trick, swindle) | εξαπατάω, εξαπατώ ρ μ |
| | (μεταφορικά) | παρασέρνω, παρασύρω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | ξεγελάω, ξεγελώ έκφρ |
| | (αργκό: σε κπ) | τη φέρνω έκφρ |
| | The suspect apparently conned a number of elderly people. |
| | Ο ύποπτος από ότι φαίνεται εξαπάτησε αρκετούς ηλικιωμένους. |
| con [sb] into doing [sth] v expr | informal (trick [sb] into doing [sth]) | παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, ξεγελώ κπ για να κάνει κτ έκφρ |
| | (αργκό) | τη φέρνω σε κπ για να κάνει κτ |
| | My friends conned me into going to see a musical. |
| | Οι φίλοι μου με παρασύρανε για να πάμε να δούμε ένα μιούζικαλ. |
| con [sb] out of [sth] v expr | informal (swindle money from [sb]) (μεταφορικά, ανεπίσημο) | τρώω ρ μ |
| | (εξαπατώντας) | αποσπώ ρ μ |
| | The criminal conned one of his victims out of ten thousand dollars. |
| | Ο εγκληματίας απέσπασε από ένα από τα θύματά του δέκα χιλιάδες δολάρια. |
| con n | informal (trick, swindle) | απάτη, κομπίνα ουσ θηλ |
| | (αργκό) | μπινιά ουσ θηλ |
| | Fred lost two hundred dollars in a con. |
| | Ο Φρεντ έχασε διακόσια δολάρια σε μια απάτη. |
| con n | (disadvantage) | μειονέκτημα ουσ ουδ |
| | | μείον, πλην, κατά ουσ ουδ άκλ |
| | The plan's major con is its high cost. |
| | Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σχεδίου είναι το υψηλό του κόστος. |
| con n | usually plural (disadvantage, point against [sth]) | κατά, πλην, μείον ουσ ουδ άκλ |
| | | μειονέκτημα ουσ ουδ |
| | | αρνητικό επίθ ως ουσ ουδ |
| | Each of the options has its pros and its cons. | | | The plan's major con is its high cost. |
| | Κάθε επιλογή έχει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της. |
| con n | informal, abbreviation (convict: prisoner) | κατάδικος ουσ αρσ |
| | The guard led the cons back to their cells. |
Con, Con. adj | UK, written, abbreviation (politics: Conservative) | συντηρητικός επίθ |
| | Fred Bloggs (Con.) has been elected as the MP for this constituency. |
| | Ο Φρεντ Μπλογκς (Συντηρητικός) έχει εκλεγεί βουλευτής σε αυτήν την εκλογική περιφέρεια. |
| con [sth]⇒ vtr | archaic (learn by heart) | αποστηθίζω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | μαθαίνω κτ απέξω ρ μ + επίρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'conservative' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|