• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: hardhat, hard hat

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hardhat,
hard hat,
hard-hat
n
(protective helmet)κράνος ουσ ουδ
hardhat,
hard hat,
hard-hat
n
US, informal ([sb] who wears a hardhat, esp construction worker)αυτός που φοράει προστατευτικό κράνος
hardhat,
hard hat,
hard-hat
n
US, slang, figurative (very conservative or patriotic person)υπερπατριώτης ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hard hat n (protective helmet)προστατευτικό κράνος έκφρ
 Visitors to this building site are required to wear a hard hat at all times.
hard hat n US (construction worker)οικοδόμος, χτίστης ουσ αρσ
 There was a group of hard hats hanging out at the bar tonight.
hard hat n informal, US (conservative person)συντηρητικός επίθ ως ουσ
hard-hat adj informal, US (conservative)συντηρητικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hardhat' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hardhat στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hardhat».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!