sanctified

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsæŋktɪˌfaɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(sangktə fīd′)

From the verb sanctify: (⇒ conjugate)
sanctified is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
Σε αυτή τη σελίδα: sanctified, sanctify

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sanctified adj (made sacred)καθαγιασμένος επίθ
  που έχει ανακηρυχθεί ιερός περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sanctify [sth] vtr (make sacred)καθαγιάζω, αγιάζω ρ μ
  αγιοποιώ ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sanctified στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sanctified».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!