WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
clown n | (for children) | κλόουν ουσ αρσ/θηλ άκλ |
| To the children's surprise, a clown came to the birthday party. |
| Προς έκπληξη των παιδιών, ένας κλόουν ήρθε στο πάρτυ γενεθλίων. |
clown n | (joking person) | πλακατζής, πλακατζού ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| (μεταφορικά, αποδοκιμασίας) | καραγκιόζης ουσ αρσ |
| (μεταφορικά, αποδοκιμασίας) | κλόουν ουσ αρσ άκλ |
| (μεταφορικά, επίσημο) | γελωτοποιός ουσ αρσ |
| Stop being a clown and get to work. |
| Σταμάτα να κάνεις τον καραγκιόζη και άρχισε να δουλεύεις. |
clown⇒ vi | (act like a clown) | χαζολογάω, χαζολογώ ρ αμ |
| | κάνω πλάκα περίφρ |
| (αποδοκιμασίας) | κάνω καραγκιοζιλίκια, κάνω χαζομάρες, κάνω τον καραγκιόζη, κάνω τον κλόουν περίφρ |
| Jeremy was clowning during class and didn't finish his work. |
| Ο Τζέρεμυ χαζολογούσε στο μάθημα και δεν τελείωσε την εργασία του. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
clown n | (rude, clumsy person) (μεταφορικά) | καραγκιόζης ουσ αρσ |
| Call security to escort this clown out of the building. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
clown around, also UK: clown about vi phrasal | informal (play the fool, behave in a silly way) | χαζολογάω, χαζολογώ ρ αμ |
| | κάνω τον καραγκιόζη έκφρ |
| One can never take him seriously; he's always clowning around. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: