WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
clove n | (garlic) | σκελίδα ουσ θηλ |
| The chef's specialty is chicken cooked with forty cloves of garlic. |
| Η σπεσιαλιτέ του σεφ είναι κοτόπουλο μαγειρεμένο με σαράντα σκελίδες σκόρδου. |
clove, cloves n | (spice) (μπαχαρικό) | γαρίφαλο ουσ ουδ |
| | μοσχοκάρφι ουσ ουδ |
| Miriam adds a dash of cloves to her pumpkin pie. |
| Η Μίριαμ βάζει λίγο γαρίφαλο στην κολοκυθόπιτά της. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
clove n | historical (wool, cheese: unit of weight) | μονάδα βάρους ίση με 3175 γραμμάρια |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| The woman purchased a clove of cheese from the market. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: