clove

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkləʊv/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kloʊv/ ,USA pronunciation: respelling(klōv)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clove n (garlic)σκελίδα ουσ θηλ
 The chef's specialty is chicken cooked with forty cloves of garlic.
 Η σπεσιαλιτέ του σεφ είναι κοτόπουλο μαγειρεμένο με σαράντα σκελίδες σκόρδου.
clove,
cloves
n
(spice) (μπαχαρικό)γαρίφαλο ουσ ουδ
  μοσχοκάρφι ουσ ουδ
 Miriam adds a dash of cloves to her pumpkin pie.
 Η Μίριαμ βάζει λίγο γαρίφαλο στην κολοκυθόπιτά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clove n historical (wool, cheese: unit of weight)μονάδα βάρους ίση με 3175 γραμμάρια
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The woman purchased a clove of cheese from the market.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
clove hitch n (knot)κόμπος ψαλιδιά φρ ως ουσ αρσ
  ψαλιδιά ουσ θηλ
clove of garlic n (segment of a garlic bulb)σκελίδα σκόρδο ουσ θηλ
 Finely chop two cloves of garlic and fry gently in olive oil.
clove oil,
oil of cloves
n
(oil extracted from cloves)λάδι από μπουμπούκια γαρίφαλου φρ ως ουσ ουδ
  γαριφαλέλαιο ουσ ουδ
garlic clove n (segment of a garlic bulb)σκελίδα σκόρδου φρ ως ουσ θηλ
  (μετρηση ποσοτήτων)σκελίδα σκόρδο φρ ως ουσ θηλ
 The recipe calls for three garlic cloves.
 Η συνταγή λέει τρεις σκελίδες σκόρδο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: [spiced, infused, flavored] with cloves, [tastes, smells] like cloves, a [teaspoon] of (dried) cloves, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση clove στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «clove».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!