closet

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈklɒzɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈklɑzɪt/ ,USA pronunciation: respelling(klozit)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
closet n US (storage space) (συνήθως για ρούχα)ντουλάπα ουσ θηλ
  (χώρος αποθήκευσης)ντουλάπι ουσ ουδ
  (παλαιό)ερμάριο ουσ ουδ
 This bedroom has a large closet.
 Το υπνοδωμάτιο έχει μεγάλη ντουλάπα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
closet n as adj figurative (secret)κρυφός επίθ
 He plays football, but he is also a closet poet.
 Παίζει ποδόσφαιρο, αλλά είναι και κρυφός ποιητής.
closet [sth/sb] vtr (close in, isolate) (εγω ο ίδιος)απομονώνομαι ρ αμ
  (καθομ: σε δωμάτιο)κλειδαμπαρώνομαι ρ αμ
  (κάποιον άλλο)απομωνώνω ρ μ
  (καθομ: σε δωμάτιο)κλειδαμπαρώνω ρ μ
 The cardinals were closeted at the Vatican until the Pope was elected.
 Οι καρδινάλιοι απομονώθηκαν στο Βατικανό μέχρι να εκλεγεί ο Πάπας.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί κλειδαμπαρώθηκες στο δωμάτιό σου; Είσαι στενοχωρημένη;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
china cabinet,
china closet
n
(cupboard) (έπιπλο)βιτρίνα ουσ θηλ
  σκρίνιο ουσ ουδ
closet drama n (play intended to be read)θεατρικό έργο που προορίζεται κυρίως για ανάγνωση
clothes closet n (built-in wardrobe)ντουλάπα ουσ θηλ
 Please hang your shirts in the clothes closet in the bedroom.
coat closet n (cupboard for overcoats) (έπιπλο)γκαρνταρόμπα ουσ θηλ
  πορτμαντό, πορτ-μαντό ουσ ουδ άκλ
  (κατά λέξη)ντουλάπα για παλτά περίφρ
come out of the closet v expr figurative, dated (announce that you are gay)ανακοινώνω πως είμαι γκέι περίφρ
 He only came out of the closet when he was 34.
in the closet adj figurative, dated (secretly gay)κρυφός ομοφυλόφιλος φρ ως επίθ
  που δεν έχει αποκαλύψει ότι είναι ομοφυλόφιλος περίφρ
  (αργκό)που δεν έχει κάνει άουτινγκ έκφρ
linen closet n UK (airing cupboard) (ΗΒ)ντουλάπι για στέγνωμα μπουγάδας έκφρ
 Linen closets are handy in countries with a damp climate where clothes can't be hung outside to dry.
linen closet n US (cupboard for sheets, towels)ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες περίφρ
  (παλαιό)ντουλάπι για ασπρόρουχα περίφρ
 You'll find clean bedding and fresh towels in the linen closet.
skeleton in the closet,
also UK: skeleton in the cupboard
n
(secret from the past)μυστικό ουσ ουδ
  κρυμμένο μυστικό επίθ + ουσ ουδ
 Everyone has a few skeletons in their cupboard that they wouldn't like other people to find out about.
walk-in closet (US),
walk-in wardrobe (UK)
n
(room used for storing clothes)ντουλάπα δωμάτιο φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 The walk-in closet has plenty of room for clothes and shoes.
water closet n UK, dated (room containing toilet)τουαλέτα ουσ θηλ
  (προφορικό ή σε επιγραφή)WC ουσ ουδ άκλ
  (παλαιό)αποχωρητήριο ουσ ουδ
 The first public water closets were opened in Fleet Street in London in 1852.
water closet n UK, dated (toilet)τουαλέτα ουσ θηλ
  λεκάνη ουσ θηλ
  λεκάνη της τουαλέτας φρ ως ουσ θηλ
 You pull the chain to release water from the cistern to flush the water closet.
wine closet n (cupboard used as a wine cellar) (έπιπλο)κάβα κρασιών φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'closet' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: closeted himself in [the office, his study], a [small, walk-in, pantry, bedroom, kitchen] closet, closet [storage, hangers, organizers], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση closet στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «closet».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!