• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: cloistered, cloister

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cloistered adj (secluded from the world)απομονωμένος μτχ πρκ
  μοναχικός επίθ
cloistered adj (having a covered walkway)με σκεπαστό διάδρομο περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cloister n (abbey)μοναστήρι ουσ ουδ
 The detective made a visit to the cloister to question a monk about a crime.
cloister n often plural (covered walkway)σκεπαστός διάδρομος επίθ + ουσ αρσ
 The tourists spoke in hushed voices as they strolled through the cloisters.
cloister [sb] vtr (seclude)απομονώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κλείνω ρ μ
 The witch cloistered Rapunzel in a tall tower.
cloister yourself vtr + refl (shut yourself away)απομονώνομαι ρ αμ
 The writer cloistered himself in his mountain cabin until he finished writing his novel.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
cloister | cloistered
ΑγγλικάΕλληνικά
garth,
cloister garth
n
(cloister courtyard) (σε μοναστήρι)προαύλιο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cloistered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cloistered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cloistered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!