chopped

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(chopt)

From the verb chop: (⇒ conjugate)
chopped is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: chopped, chop

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chopped adj UK (food: minced)κομμένος μτχ πρκ
  (σε μικρά κομμάτια)ψιλοκομμένος μτχ πρκ
  (επίσημο)τεμαχισμένος μτχ πρκ
 Brown some chopped onions in a skillet.
 Σοτάρετε λίγα ψιλοκομμένα κρεμμύδια σε ένα τηγάνι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chop [sth] vtr (wood, tree: cut into pieces)κόβω ρ μ
  τεμαχίζω ρ μ
 Charles chopped firewood in preparation for winter.
 Ο Τσαρλς έκοψε καυσόξυλα για να προετοιμαστεί για τον χειμώνα.
chop [sth] vtr UK (food: mince, cut into pieces)κόβω, τεμαχίζω ρ μ
  (σε μικρά κομμάτια)ψιλοκόβω ρ μ
 Chop the onion before adding it to the stew.
 Ψιλοκόψτε το κρεμμύδι πριν το προσθέσετε στο στιφάδο.
chop n (cutlet of meat)παϊδάκι ουσ ουδ
 What kind of chops shall I buy for dinner, lamb or pork?
 Τι παϊδάκια να αγοράσω για το δείπνο, αρνίσια ή χοιρινά;
chop n (strike made with a blade) (με λεπίδα)χτύπημα ουσ ουδ
  (με τσεκούρι)τσεκουριά ουσ θηλ
  (με μαχαίρι)μαχαιριά ουσ θηλ
 One almighty chop of the axe was enough to fell the tree.
 Μία δυνατή τσεκουριά ήταν αρκετή για να κοπεί το δέντρο.
chops npl slang (animal's mouth, jaw) (ανεπίσημο)μούτρα ουσ ουδ πλ
  μουσούδα ουσ θηλ
 My dog starts licking his chops whenever I open the fridge.
 Το σκυλί μου αρχίζει να γλύφει τη μουσούδα του όποτε ανοίγω το ψυγείο.
chops npl slang (musical skill)ικανότητες ουσ θηλ πλ
 He really showed his musical chops on that complex Chopin piece.
 Πραγματικά έδειξε τις μουσικές του ικανότητες σ' αυτό το σύνθετο έργο του Σοπέν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chop n (downward movement with hand)χτύπημα ουσ ουδ
  (μεταφορικά: στον αέρα)μαχαιριά ουσ θηλ
  (κατά λέξη)κατέβασμα του χεριού περίφρ
 With a quick chop, the man broke the board in half with his hand.
chop n (act of cutting)κόψιμο ουσ ουδ
  (επίσημο)τεμάχισμα ουσ ουδ
 That chop was sloppy - look, the axe is in the ground!
chop n US (animal feed)σιτάρι ζωοτρόφων φρ ως ουσ ουδ
  σπασμένο σιτάρι επίθ + ουσ ουδ
chops npl slang (person's mouth or jaw)στόμα ουσ ουδ
  χείλια ουσ ουδ πλ
 Every time Sammy eats a peanut butter sandwich, he licks his chops.
chop [sth] vtr (weeds: hoe)ξεχορταριάζω ρ μ
 The farmer was chopping weeds when his hoe snapped.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
chop | chopped
ΑγγλικάΕλληνικά
chop [sth] down vtr phrasal sep (tree: fell, cut down)κόβω δέντρο ρ μ
 Pioneers would chop down trees to build their homes.
 Οι πιονέροι έκοβαν δέντρα για να χτίσουν τα σπίτια τους.
chop [sth] off vtr phrasal sep (sever)κόβω, πετσοκόβω ρ μ
 Before I cook broccoli, I chop off the stems.
 Πριν να μαγειρέψω μπρόκολο, κόβω τα κοτσάνια.
chop [sth] up vtr phrasal sep (cut into small pieces)ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτια ρ μ
 Chop up the onions and add them to the pan.
 Ψιλοκόψτε τα κρεμμύδια και προσθέστε τα στο τηγάνι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
chopped | chop
ΑγγλικάΕλληνικά
chopped vegetables npl (vegetables: cut up)τεμαχισμένα λαχανικά ουσ ουδ πλ
 The chicken breast was served on a bed of rice and chopped vegetables.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'chopped' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: (fresh) chopped [onions, garlic, parsley, fruit], [one tablespoon] of chopped [onions], [roughly, coarsely, finely] chopped, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chopped στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chopped».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!