chore

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃɔːr/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/tʃɔr/ ,USA pronunciation: respelling(chôr, chōr)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chore n (boring, tedious task)αγγαρεία ουσ θηλ
 Doing math problems is a chore.
 Το να λύνεις προβλήματα μαθηματικών είναι μια αγγαρεία.
chore n (in home) (συχνά στον πληθυντικό)δουλειά ουσ θηλ
  δουλειά του σπιτιού φρ ως ουσ θηλ
  (συνήθως για παιδιά)θέλημα ουσ ουδ
 Mallory spends every Saturday morning doing chores.
 Η Μάλλορυ κάθε Σάββατο πρωί κάνει τις δουλειές του σπιτιού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'chore' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [house, household, home, domestic, kitchen] chores, the [daily, weekly] chores, do (the) chores around the house, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chore στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chore».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!