Κύριες μεταφράσεις |
can⇒ v aux | (be able to) (έχω την ικανότητα) | μπορώ ρ μ |
| I can carry those suitcases for you. |
| Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου εγώ. |
can v aux | (know how to) | ξέρω ρ μ |
| | μπορώ ρ μ |
| She can play the piano. |
| Ξέρει να παίζει πιάνο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο. |
can v aux | (have the right to) (έχω δικαίωμα) | μπορώ ρ μ |
| The prime minister can call an election whenever he wants to. |
| Ο πρωθυπουργός μπορεί να ανακοινώνει εκλογές όποτε θέλει. |
can v aux | (be allowed to) (μου επιτρέπεται) | μπορώ ρ μ |
| Can I borrow your car tonight? |
| Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε; |
can v aux | (be possible) (είναι πιθανό) | μπορεί ρ απρ |
| | ενδέχεται ρ απρ |
| Such things can happen if you're not careful. |
| Τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχεις. |
can n | US (tin: metal container) | δοχείο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | κουτί ουσ ουδ |
| We need three more cans of paint. |
| Χρειαζόμαστε τρία δοχεία με μπογιά ακόμα. |
| Χρειαζόμαστε τρία κουτιά μπογιά ακόμα. |
can n | US (tin: of food) (συσκευασία τροφίμων) | κονσέρβα ουσ θηλ |
| (για ποτά) | κουτάκι ουσ ουδ |
| Pass me that can of peas. |
| Δώσε μου αυτή την κονσέρβα με μπιζέλια. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
can n | (fuel) (δοχείο καυσίμων) | μπιτόνι, ντεπόζιτο ουσ ουδ |
| We should fill this extra can with gas in case we run out. |
the can n | US, slang (toilet) | τουαλέτα ουσ θηλ |
| (άκομψο, αγενές) | καμπινές ουσ αρσ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος αργκό. |
| Excuse me. I have to go to the can. |
the can n | slang (jail, gaol) (μεταφορικά: φυλακή) | στενή επίθ ως ουσ |
| | φρέσκο επίθ ως ουσ |
| (αργκό) | πλεχτό, κάγκελο ουσ ουδ |
| (παλαιό) | ψειρού ουσ θηλ |
| He's been in the can for three months now. |
can n | slang (military: warship) | πολεμικό πλοίο επίθ + ουσ ουδ |
| After a few repairs the can was back in the water heading across the ocean. |
can n | US, slang (buttocks) | πισινός επίθ ως ουσ αρσ |
| (χυδαίο) | κώλος ουσ αρσ |
| That toilet seat's so cold you'll freeze your can sitting on it. |
a can of [sth] n | (contents of a tin) | κονσέρβα ουσ θηλ |
| (για ποτό) | κουτάκι ουσ ουδ |
| I'll just have a can of beans for lunch. |
| Θα φάω μόνο μια κονσέρβα φασόλια για μεσημεριανό. |
can v aux | (have the qualifications to) (έχω γνώση, ικανότητα) | μπορώ ρ μ |
| A doctor can treat people more extensively than a nurse. |
can v aux | (tend to) (έχω την τάση) | μπορώ ρ μ |
| He can be really annoying sometimes. |
can [sth]⇒ vtr | (preserve in a jar, etc.) | κάνω κονσέρβα περίφρ |
| | κονσερβοποιώ ρ μ |
| They canned most of their peppers for the winter. |
| Έκαναν κονσέρβες τις περισσότερες πιπεριές τους για τον χειμώνα. |
| Κονσερβοποίησαν τις περισσότερες πιπεριές τους για τον χειμώνα. |
can [sb]⇒ vtr | US, slang (fire, dismiss) (αργκό: απολύω) | στέλνω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | διώχνω ρ μ |
| (καθομ: απολύομαι) | παίρνω πόδι έκφρ |
| He should have been canned for that kind of behavior. |
| Θα έπρεπε να σε είχαν στείλει μετά από αυτή τη συμπεριφορά. |
| Θα έπρεπε να τον είχαν διώξει εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς. |
| Θα έπρεπε να έχει πάρει πόδι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς. |
can [sth]⇒ vtr | US, slang (stop doing) | σταματάω, σταματώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | κόβω ρ μ |
| You two! Can that fighting! Now! |
| Ε, εσείς οι δύο! Σταματήστε να τσακώνεστε! Τώρα! |
| Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα! |