caning

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkeɪnɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kāning)

From the verb cane: (⇒ conjugate)
caning is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: caning, cane

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
caning n uncountable (making chair seats with cane) (για καρέκλες)πλεκτό καλάμι περίφρ
caning n uncountable (woven cane for chair seats) (για καρέκλες)πλεκτό καλάμι περίφρ
caning n (beating with a cane)ξύλο με τη βίτσα περίφρ
  ξυλιά ουσ θηλ
  ξυλοδαρμός ουσ αρσ
caning n UK, figurative, informal (severe punishment)αυστηρή τιμωρία επίθ + ουσ θηλ
  μεγάλη ποινή επίθ + ουσ θηλ
caning n UK, figurative, informal (major defeat)ήττα ουσ θηλ
  πανωλεθρία ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cane n (walking stick)μπαστούνι ουσ ουδ
  (επίσημο, παλαιό)βακτηρία ουσ θηλ
  (συνήθως όχι αγορασμένο)ραβδί ουσ ουδ
 Grandpa uses a cane when he walks long distances.
 Ο παπούς χρησιμοποιεί μπαστούνι όταν περπατά μεγάλες αποστάσεις.
cane n (rod used as punishment)βίτσα ουσ θηλ
  ραβδί ουσ ουδ
  (παλαιό)ράβδος ουσ θηλ
 In the old days, teachers used to keep a cane in the classroom for discipline.
 Τον παλιό καιρό, οι δάσκαλοι είχαν μια βίτσα στην τάξη για πειθαρχία.
the cane n (punishment: beating with stick)ξύλο με τη βίτσα, ξύλο με το ραβδί, ξύλο με τη ράβδο περίφρ
 The cane used to be a standard punishment for misbehaving in school.
 Το ξύλο με τη βίτσα ήταν παλιά η συνήθης τιμωρία για την κακή συμπεριφορά στο σχολείο.
cane n (raspberry stem)βλαστός ουσ αρσ
 Raspberries grow on canes.
cane n (woody stems: for wickerwork)μπαμπού ουσ ουδ άκλ
 I bought a chair made of cane at the yard sale.
 Αγόρασα μια καρέκλα από μπαμπού στο παζάρι των γειτόνων.
cane [sb] vtr (beat as punishment)δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο περίφρ
 William was caned as punishment for skipping class.
 Τον Ουίλλιαμ τον έδειραν με τη βίτσα ως τιμωρία επειδή έκανε κοπάνα από το μάθημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cane n US, abbreviation (sugar cane)ζαχαροκάλαμο ουσ ουδ
 This sugar is made from organic cane.
cane n (rod or cylinder)καλάμι ουσ ουδ
  μπαστούνι, ραβδί ουσ ουδ
  κύλινδρος ουσ αρσ
  (μτφ: δειγματοληψία)καρότο ουσ ουδ
 She held the cane of red sealing wax over the candle flame.
cane [sth] vtr UK, slang (consume a lot of) (μεταφορικά)κατεβάζω ρ μ
  (φαγητό)καταβροχθίζω ρ μ
  καταναλώνω ρ μ
 It's not healthy to cane whisky like that every night.
cane [sth] vtr (repair or make [sth] with cane)βάζω ψάθα περίφρ
  φτιάχνω κτ από ψάθα περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Mr. Francis caned an antique chair to restore it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
cane | caning
ΑγγλικάΕλληνικά
candy cane n US (curved confectionery stick)γλειφιτζούρι-μπαστουνάκι φρ ως ουσ ουδ
 Candy canes are popular around Christmastime.
cane field n (sugar plantation)φυτεία ζαχαροκάλαμου περίφρ
cane sugar n (sugar from sugarcane)ζάχαρη απο ζαχαροκάλαμο ουσ θηλ
 I had no idea that beet sugar would taste different than cane sugar.
sugar cane,
sugarcane
n
(tall plant from which sugar is obtained)ζαχαροκάλαμο ουσ ουδ
 The sugar cane here is five meters tall.
sugar cane n (stem of sugarcane plant)ζαχαροκάλαμο ουσ ουδ
 The children liked to suck the sweet juice from the sugar cane.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'caning' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση caning στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «caning».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!