boast

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbəʊst/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/boʊst/ ,USA pronunciation: respelling(bōst)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
boast vi (brag)καυχιέμαι ρ αμ
  κομπάζω, περηφανεύομαι ρ αμ
 I don't like to talk to Terrence because he always boasts.
 Δεν μου αρέσει να μιλάω με τον Τέρενς γιατί καυχιέται όλη την ώρα.
boast about [sth/sb] vi + prep (speak proudly) (για κάτι)καυχιέμαι ρ αμ
  περηφανεύομαι ρ αμ
  κομπάζω ρ αμ
 I'm so bored of Tom boasting about his new car.
 Jillian is boasting about her children again.
 Έχω βαρεθεί να ακούω τον Τομ να καυχιέται για το καινούριο του αυτοκίνητο.
 Η Τζίλιαν περηφανεύεται πάλι για τα παιδιά της.
boast that vtr (claim arrogantly) (ότι/πως)καυχιέμαι ρ αμ
  κομπάζω, περηφανεύομαι ρ αμ
 Elaine boasted that she can do a backflip, but no one has actually seen her do it.
 Η Ελέιν καυχήθηκε ότι μπορεί να κάνει ανάποδο σάλτο αλλά κανείς δεν την έχει δει όντως να το κάνει.
boast of doing [sth] v expr (speak proudly) (ότι/πως)καυχιέμαι ρ αμ
  κομπάζω, περηφανεύομαι ρ αμ
 She always boasts of having the largest house in the street.
 Κομπάζει (or: Περηφανεύεται) συνεχώς ότι έχει το μεγαλύτερο σπίτι στον δρόμο.
boast about doing [sth] v expr (speak proudly about achieving [sth](ότι/πως ή για κάτι που έκανα)καυχιέμαι ρ αμ
  κομπάζω, περηφανεύομαι ρ αμ
 Marcus often boasts about running the Boston Marathon last year.
 Ο Μάρκους καυχιέται συχνά ότι έτρεξε στον περσινό μαραθώνιο της Βοστώνης.
boast of doing [sth] v expr (claim to have done [sth](ότι/πως)καυχιέμαι ρ αμ
  κομπάζω, περηφανεύομαι ρ αμ
 He boasted of once catching the biggest trout ever recorded.
 Κόμπαζε (or: Περηφανευόταν) ότι κάποτε έπιασε τη μεγαλύτερη πέστροφα που έχει καταγραφεί ποτέ.
boast [sth] vtr (have: [sth] desirable) (κάτι πολύ καλό)διαθέτω, έχω ρ μ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The hotel boasts an Olympic-sized swimming pool, a sauna, and a gym.
 Το ξενοδοχείο διαθέτει (or: έχει) πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων, σάουνα και γυμναστήριο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
boast n (source of pride)καμάρι ουσ ουδ
 Ron's biggest boast is that he once made a cake for the Queen.
boast n (bragging claim)κομπασμός ουσ αρσ
  καυχησιά ουσ θηλ
 Everyone found Brian's boast difficult to believe.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
boast of doing [sth] vi + prep (claim)καμαρώνω για κτ που έκανα έκφρ
  καυχιέμαι ότι έκανα κτ περίφρ
  διαλαλώ ότι έκανα κτ περίφρ
  διατυμπανίζω ότι έκανα κτ περίφρ
boast of doing [sth] vi + prep (speak proudly)καμαρώνω που έκανα κτ περίφρ
  μιλάω με περηφάνια για κτ που έκανα περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'boast' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: That is quite the boast!, was [offended, taken aback] by her boast, the [gallery's, city's] proudest boast is, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση boast στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «boast».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!