doubtful

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdaʊtfʊl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈdaʊtfəl/ ,USA pronunciation: respelling(doutfəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
doubtful adj (not likely)αμφίβολος επίθ
 Rose told her client it was doubtful that she would finish the work by Friday.
 Η Ρόουζ είπε στον πελάτη της πως ήταν αμφίβολο αν θα τελείωνε τη δουλειά μέχρι το Σάββατο.
doubtful,
doubtful about [sth],
doubtful that
adj
(unconvinced, not sure)που έχει αμφιβολίες περίφρ
  που αμφιβάλλει περίφρ
 John is doubtful about whether he made the right choice.
 Ο Τζον έχει αμφιβολίες για το αν έκανε τη σωστή επιλογή.
 Ο Τζον αμφιβάλλει για το αν έκανε τη σωστή επιλογή.
doubtful adj (dubious)αμφίβολος επίθ
 This painting is of doubtful authenticity.
 Ο πίνακας είναι αμφιβόλου γνησιότητας.
doubtful adj (uncertain)αβέβαιος, αμφίβολος επίθ
 Now that she has lost her job, Linda is facing a doubtful future.
 Η Λίντα αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον τώρα που έχασε τη δουλειά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'doubtful' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: it is doubtful (that) they'll [win, show up on time], it is doubtful [that, if] they ever would have been able to, it is doubtful if I will be able to [come, make it], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση doubtful στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «doubtful».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!