WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
doubtful adj | (not likely) | αμφίβολος επίθ |
| Rose told her client it was doubtful that she would finish the work by Friday. |
| Η Ρόουζ είπε στον πελάτη της πως ήταν αμφίβολο αν θα τελείωνε τη δουλειά μέχρι το Σάββατο. |
doubtful, doubtful about [sth], doubtful that adj | (unconvinced, not sure) | που έχει αμφιβολίες περίφρ |
| | που αμφιβάλλει περίφρ |
| John is doubtful about whether he made the right choice. |
| Ο Τζον έχει αμφιβολίες για το αν έκανε τη σωστή επιλογή. |
| Ο Τζον αμφιβάλλει για το αν έκανε τη σωστή επιλογή. |
doubtful adj | (dubious) | αμφίβολος επίθ |
| This painting is of doubtful authenticity. |
| Ο πίνακας είναι αμφιβόλου γνησιότητας. |
doubtful adj | (uncertain) | αβέβαιος, αμφίβολος επίθ |
| Now that she has lost her job, Linda is facing a doubtful future. |
| Η Λίντα αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον τώρα που έχασε τη δουλειά της. |