Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

be used up


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο used παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: be | up
Σε αυτή τη σελίδα: used, use

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
used adj (second-hand) (από δεύτερο χέρι)μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος μτχ πρκ
  (για ρούχα, παπούτσια)φορεμένος μτχ πρκ
 She gave us her used baby clothes.
 Μας έδωσε τα μεταχειρισμένα μωρουδιακά ρούχα της.
 Μας έδωσε τα φορεμένα μωρουδιακά ρούχα της.
used for [sth] adj + prep (utilized for [sth])χρησιμοποιούμαι για κτ ρ αμ + πρόθ
 This kettle is used for green tea only.
 Ο φούρνος μικροκυμάτων χρησιμοποιείται για να ζεσταίνουμε το φαγητό.
used for doing [sth] expr (utilized for [sth])χρησιμοποιούμαι για κτ ρ αμ + πρόθ
 Pencils are used for writing.
 Τα μολύβια χρησιμοποιούνται για γράψιμο.
used adj (worn out)φθαρμένος, πολυχρησιμοποιημένος μτχ πρκ
 You can't wear that coat, it's too well used.
 Δεν μπορείς να φορέσεις αυτό το παλτό, είναι φθαρμένο.
used to do [sth],
used to be [sth]
v expr
(did, was habitually)συνήθιζα να κάνω κτ περίφρ
Σχόλιο: Used only in simple past tense.
Σχόλιο: Πολλές φορές το «συνήθιζα» παραλείπεται και χρησιμοποιείται απλά το ρήμα που δηλώνει την ενέργεια που έκανα σε παρατατικό, π.χ. Πήγαινα συχνά στην εκκλησία όταν ήμουν νέος. Ήμουν πολύ ντροπαλή.
 I used to go to the local church when I was young.
 I used to be very shy.
 Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς όταν ήμουν νέος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
use [sth] vtr (employ)χρησιμοποιώ ρ μ
 He uses various tools to build furniture.
 Χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία για να φτιάξει έπιπλα.
use [sth] vtr (avail yourself of)χρησιμοποιώ ρ μ
 I often use the local library to borrow books.
 Συχνά χρησιμοποιώ την τοπική βιβλιοθήκη για να δανείζομαι βιβλία.
use [sth] vtr (exercise)χρησιμοποιώ ρ μ
 You need to use your brain more often.
 Πρέπει να χρησιμοποιείς το μυαλό σου πιο συχνά.
use [sth/sb] as [sth] vtr + conj (put to a certain purpose)χρησιμοποιώ κτ ως κτ περίφρ
 The adder uses its tail as a lure.
used to v aux always in past (in the past)συνηθίζω ρ μ
Σχόλιο: In the negative, we can say "didn't use to." More formally, we would say "used not to."
Σχόλιο: Συχνά παραλείπεται, πχ στη δεύτερη πρόταση «Παλιά δεν μου άρεσε αυτό το τραγούδι, αλλά έχω αρχίσει να αλλάζω γνώμη».
 He used to ride his bike, but now he drives. I didn't use to like this song, but it's growing on me!
 Συνήθιζε να πηγαίνει με το ποδήλατο, αλλά τώρα οδηγεί.
use n (purpose)χρησιμότητα ουσ θηλ
 What is the use of this programme?
 Ποια είναι η χρησιμότητα αυτού του προγράμματος;
use n (putting into service)χρήση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)χρησιμοποίηση ουσ θηλ
 The use of a computer increased productivity.
 Η χρήση υπολογιστή έχει αυξήσει την αποδοτικότητα.
 Η χρησιμοποίηση του υπολογιστή αύξησε την αποδοτικότητα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
use n (employment) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 We hired a consultant to ensure we were getting the best use from our staff.
 Προσλάβαμε έναν σύμβολο για να εξασφαλίσουμε ότι εκμεταλλευόμαστε με τον καλύτερο τρόπο το προσωπικό μας.
use n (privilege to use)δικαίωμα χρήσης φρ ως ουσ ουδ
  δικαίωμα να χρησιμοποιώ κτ φρ ως ουσ ουδ
 He lost the use of the car after he stayed out too late one night.
use n (help)χρήσιμος επίθ
 The hammer is no use here.
 Το σφυρί δεν είναι χρήσιμο εδώ.
use n (need) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Don't take the hammer. I have a use for it.
 Μην πάρεις το σφυρί. Το χρειάζομαι.
use [sb] vtr (exploit [sb])χρησιμοποιώ ρ μ
 She used him for what she wanted, and left him.
use [sth] vtr (habitually consume substance)κάνω χρήση περίφρ
  παίρνω, κάνω ρ μ
 He has taken to using cocaine.
 Άρχισε να κάνει χρήση κοκαΐνης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
use | used
ΑγγλικάΕλληνικά
use [sth] up,
use up [sth]
vtr phrasal sep
(consume completely, exhaust)τελειώνω ρ μ
  χρησιμοποιώ όλο περίφρ
 I used up nearly everything in the refrigerator for this meal.
 Mary used up all my gas and didn't refill the tank.
 Τελείωσα σχεδόν ό,τι είχε το ψυγείο γι' αυτό το γεύμα. // Η Μαίρη τελείωσε όλη τη βενζίνη μου και δεν ξαναγέμισε το ντεπόζιτο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
used | use
ΑγγλικάΕλληνικά
be used to [sth/sb] v expr (familiar with) (με κάτι)είμαι εξοικειωμένος ρ εκφρ
  (κάτι/κάποιον)έχω συνηθίσει, έχω μάθει ρ μ
 Jen is used to noise; she has six children.
be used to doing [sth] v expr (accustomed to doing)είμαι συνηθισμένος, είμαι μαθημένος ρ εκφρ
  έχω συνηθίσει, έχω μάθει ρ μ
 I'm used to skipping lunch because I'm always so busy.
 Έχω συνηθίσει να παραλείπω το μεσημεριανό, επειδή είμαι πάντα τόσο απασχολημένος.
get used to doing [sth] v expr (develop habit)συνηθίζω ρ αμ
 You will soon get used to working the night shift.
 Σε λίγο καιρό θα συνηθίσεις να δουλεύεις νυχτερινή βάρδια.
get used to [sth] v expr (no longer be bothered by [sth])συνηθίζω ρ μ
 I eventually got used to the constant noise.
 Τελικά συνήθισα τον συνεχή θόρυβο.
ill-used adj (treated badly)κακομεταχειρισμένος επίθ
  που τον μεταχειρίστηκαν άσχημα περίφρ
  που έχει τύχει άσχημης μεταχείρισης περίφρ
used car n (second-hand motor vehicle)μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξι επίθ + ουσ ουδ
used clothing n (second-hand clothes)μεταχειρισμένα ρούχα επίθ + ουσ ουδ πλ
used up,
used-up
adj
(supply: exhausted)που τελείωσε, που εξαντλήθηκε περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 The flour was used up last night when we made bread.
used-up,
used up
adj
(thing: consumed)που έχει τελειώσει περίφρ
  τελειωμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
used-up,
used up
adj
(person: physically exhausted)εξαντλημένος επίθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ψόφιος επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
used-up,
used up
adj
(person: emotionally exhausted)συναισθηματικά εξαντλημένος φρ ως επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
used-up,
used up
adj
(person: useless from overwork, etc.) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)που έχει καεί περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
well-used,
well used
adj
(having been used a lot)πολυχρησιμοποιημένος επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'be used up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση be used up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «be used up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!