WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
be allowed to do [sth] v expr | (have permission to) | επιτρέπεται σε κπ να κάνει κτ περίφρ |
| | κπ έχει την άδεια να κάνει κτ περίφρ |
| If you do not have your passport, you will not be allowed to enter the country. |
| Once they had finished their exams, the students were allowed to leave. |
| Αν δεν έχεις το διαβατήριό σου, δεν θα σου επιτραπεί να μπεις στην χώρα. // Μόλις τέλειωσαν τα διαγωνίσματα τους, επετράπη στους σπουδαστές να φύγουν. |