WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
be allowed to do [sth] v expr (have permission to)επιτρέπεται σε κπ να κάνει κτ περίφρ
  κπ έχει την άδεια να κάνει κτ περίφρ
 If you do not have your passport, you will not be allowed to enter the country.
 Once they had finished their exams, the students were allowed to leave.
 Αν δεν έχεις το διαβατήριό σου, δεν θα σου επιτραπεί να μπεις στην χώρα. // Μόλις τέλειωσαν τα διαγωνίσματα τους, επετράπη στους σπουδαστές να φύγουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'be allowed to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση be allowed to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «be allowed to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!