• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
be used to [sth/sb] v expr (familiar with) (με κάτι)είμαι εξοικειωμένος ρ εκφρ
  (κάτι/κάποιον)έχω συνηθίσει, έχω μάθει ρ μ
 Jen is used to noise; she has six children.
be used to doing [sth] v expr (accustomed to doing)είμαι συνηθισμένος, είμαι μαθημένος ρ εκφρ
  έχω συνηθίσει, έχω μάθει ρ μ
 I'm used to skipping lunch because I'm always so busy.
 Έχω συνηθίσει να παραλείπω το μεσημεριανό, επειδή είμαι πάντα τόσο απασχολημένος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
used to do [sth],
used to be [sth]
v expr
(did, was habitually)συνήθιζα να κάνω κτ περίφρ
Σχόλιο: Used only in simple past tense.
Σχόλιο: Πολλές φορές το «συνήθιζα» παραλείπεται και χρησιμοποιείται απλά το ρήμα που δηλώνει την ενέργεια που έκανα σε παρατατικό, π.χ. Πήγαινα συχνά στην εκκλησία όταν ήμουν νέος. Ήμουν πολύ ντροπαλή.
 I used to go to the local church when I was young.
 I used to be very shy.
 Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς όταν ήμουν νέος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'be used to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση be used to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «be used to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!