WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| appointed adj | (time, etc.: designated) | καθορισμένος, προκαθορισμένος μτχ πρκ |
| | The students arrived at the appointed time for the practice exam. |
| | Οι μαθητές έφτασαν την προκαθορισμένη ώρα για το διαγώνισμα εξάσκησης. |
| appointed adj | (selected for job) | που έχει επιλεγεί, που έχει οριστεί περίφρ |
| | | επιλεγμένος μτχ πρκ |
| | | διορισμένος μτχ πρκ |
| | Jasmine's appointed assistant seems a little unsure of herself. |
| | Η επιλεγμένη βοηθός της Τζάσμιν φαίνεται κάπως ανασφαλής. |
| appointed adj | (furnished) (έπιπλα) | επιπλωμένος μτχ πρκ |
| | (έπιπλα, συσκευές κ.λπ.) | εξοπλισμένος μτχ πρκ |
| | The company paid for a beautifully appointed suite of rooms for the president's visit. |
| | Η εταιρεία πλήρωσε για μια όμορφα επιπλωμένη σουίτα δωματίων για την επίσκεψη του προέδρου. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| appoint [sb] as [sth] vtr + prep | (give a role, job) (κάποιον ως κάτι) | διορίζω ρ μ |
| | The board of directors appointed Mark as head of the party-planning committee. |
| | Το διοικητικό συμβούλιο διόρισε τον Μαρκ ως τον επικεφαλής της επιτροπής για το σχεδιασμό των πάρτυ. |
| appoint [sb] [sth]⇒ vtr | (give a role, job) (κάποιον κάτι) | διορίζω ρ μ |
| | The President has appointed Jim his chief of staff. |
| | Ο Πρόεδρος διόρισε τον Τζιμ υπεύθυνο του πολιτικού του γραφείου. |
| appoint [sb] to [sth] vtr + prep | (give a role, job) | διορίζω ρ μ |
| | The Queen appoints members to the House of Lords. |
| | Η Βασίλισσα διορίζει τα μέλη στη Βουλή των Λόρδων. |
| appoint [sth]⇒ vtr | (fix a time, date) | ορίζω, καθορίζω ρ μ |
| | Jenny appointed a time and date for the big meeting. |
| | Η Τζένυ όρισε την ώρα και την ημερομηνία για το μεγάλο μίτινγκ. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: