WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
afraid adj | (scared) | φοβάμαι ρ αμ |
| (κατάσταση) | φοβισμένος, τρομαγμένος μτχ πρκ |
| You're trembling! Are you afraid? |
| Εσύ τρέμεις! Φοβάσαι; |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το παιδί ήταν τόσο τρομαγμένο που δε σταμάτησε λεπτό να κλαίει. |
afraid of [sth/sb] adj | (scared of [sth], [sb]) | φοβάμαι ρ μ |
| (κάτι εμένα) | με τρομάζει αντων + ρ μ |
| When I was younger I was afraid of spiders. |
| Όταν ήμουν μικρότερος, φοβόμουν τις αράχνες. |
| Όταν ήμουν μικρότερος, με τρόμαζαν οι αράχνες. |
afraid of doing [sth] adj | (scared to do [sth]) | φοβάμαι να κάνω κτ περίφρ |
| Joanne is afraid of trying new things in case she fails. |
| Η Τζόαν φοβάται να δοκιμάσει καινούρια πράγματα μην τυχόν αποτύχει. |
afraid, afraid that adj | (worried about possibility) (ότι/πως) | φοβάμαι ρ μ |
| I'm afraid my money might run out before the end of the trip. |
| Φοβάμαι ότι μπορεί να ξεμείνω από χρήματα πριν από το τέλος του ταξιδιού. |
afraid of doing [sth] adj | (worried about [sth] happening) (ότι/πως, μήπως/μη) | φοβάμαι ρ μ |
| Sam was afraid of losing his job. |
| Ο Σαμ φοβάται ότι μπορεί να χάσει τη δουλειά του. |
| Ο Σαμ φοβάται μήπως χάσει τη δουλειά του. |
afraid to do [sth] adj | (hesitant) | φοβάμαι να κάνω κτ περίφρ |
| I'm afraid to jump from the bridge into the river. |
| Φοβάμαι να πηδήξω στο ποτάμι από τη γέφυρα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: