• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: yelling, yell

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
yelling n (shouting)φωνές ουσ θηλ πλ
 Rita went to the window to see what all the yelling was about.
 Η Ρίτα πήγε στο παράθυρο να δει για τι ήταν όλες αυτές οι φωνές.
yelling adj (shouting)που φωνάζει περίφρ
 The yelling children were giving Harold a headache.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
yell vi (scream, shout)φωνάζω ρ αμ
  ουρλιάζω, κραυγάζω ρ αμ
  (από θυμό)ωρύομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)σκούζω ρ αμ
 Judging by the way the boss is yelling, he must be upset about something.
 Κρίνοντας από τον τρόπο που ωρύεται το αφεντικό πρέπει να έχει ταραχτεί από κάτι.
yell at [sb/sth] vi + prep (shout angrily at)φωνάζω σε κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
  βάζω τις φωνές σε κπ/κτ έκφρ
 Susan yelled at her dog but the barking continued.
 Η Σούζαν έβαλε τις φωνές στον σκύλο της, αλλά το γάβγισμα συνεχίστηκε.
yell n (scream, shout)φωνή, κραυγή ουσ θηλ
  ουρλιαχτό ουσ ουδ
 Monica's yell when her brother snuck up behind her and scared her must have been heard by half the neighbourhood.
 Η κραυγή της Μόνικα όταν ο αδερφός της την πλησίασε αθόρυβα από πίσω για να την τρομάξει, πρέπει να ακούστηκε στη μισή γειτονιά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
yell vi (cry)ουρλιάζω ρ αμ
  (ανεπίσημο)σκούζω ρ αμ
 The baby was yelling, so Edward changed his nappy.
yell [sth] vtr (scream, shout)φωνάζω, ουρλιάζω ρ μ
 The woman was yelling insults at the shop assistant.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
yell | yelling
ΑγγλικάΕλληνικά
yell [sth] out,
yell out [sth]
vtr phrasal sep
(cry, shout)φωνάζω ρ μ
 I yelled out "Stop!" just as she was about to drive through the red light.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
yell | yelling
ΑγγλικάΕλληνικά
rebel yell n US (US Civil War: confederate battle cry)πολεμική ιαχή ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Every time Josh gets drunk he starts in with those stupid rebel yells.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'yelling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση yelling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «yelling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!