WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
yearning n | (desire) | λαχτάρα, επιθυμία ουσ θηλ |
| | πόθος ουσ αρσ |
| | όρεξη ουσ θηλ |
| (για φαγητό) | λιγούρα ουσ θηλ |
| Jane's yearning for a holiday is growing stronger every day. |
| Η λαχτάρα της Τζέιν για διακοπές μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. |
yearning adj | (full of desire) | όλος λαχτάρα, γεμάτος λαχτάρα φρ ως επίθ |
| | με πόθο, με λαχτάρα περίφρ |
| Dan looked at the new car with a yearning heart. |
| Ο Νταν κοίταξε το νέο αυτοκίνητο γεμάτος λαχτάρα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
yearn to do [sth] v expr | (want: to do) (να κάνω κτ) | λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ ρ μ |
| The little girl sat quietly at her desk, but she was yearning to go outside and play in the sunshine. |
| Το κοριτσάκι κάθισε ήσυχο στο θρανίο του, όμως λαχταρούσε να βγει έξω να παίξει στη λιακάδα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
yearn for [sth/sb] vi + prep | (desire) | λαχταράω, λαχταρώ ρ μ |
| (ανεπ: συχνά για φαγητό) | λιγουρεύομαι, λιμπίζομαι ρ μ |
| I yearn for a home-cooked meal. |