• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bawl vi (cry, weep loudly)κλαίω ρ αμ
  σπαράζω στο κλάμα έκφρ
 The toddler is bawling because his mother won't let him watch any more television.
bawl at [sb] vi + prep (shout, yell)φωνάζω σε κπ ρ αμ + πρόθ
  βάζω τις φωνές σε κπ έκφρ
 There's no use in bawling at me to drive faster; the speed limit is 30 miles an hour!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
bawl [sb] out vtr phrasal sep slang (shout at, reprimand) (επίσημο)επιπλήττω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κατσαδιάζω ρ μ
  (αργκό)τα χώνω σε κπ έκφρ
 The sergeant was bawling out one of the new recruits.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bawl your eyes out v expr figurative, informal (cry, weep loudly)κλαίω γοερά ρ αμ + επίρ
 The little girl was bawling her eyes out because she had lost her doll.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bawling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bawling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!